Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

ΣΤΟΝ Α;ΡΜΟ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ...........ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Στόν Αρμό στο Λιάτικο αμπέλι

Ευγιά έκανε νε εκεινη νά τη μέρα και εμονοπαντήσανε πέντε έξε γυναίκες ταχινή ταχινή εστρώσανε τσι γαιδάρους επήρανε φάρδους και εγύρανε κάτω να μαζώξουνε οξυνίδα για τσι σκρόφες
Το χωριό ντονε ήτανε στά όρη (στον ψηλορείτη) ο τόπος άγωνος, δεν εφύτρωνε ούτε η οξυνίδα, και η μόνη ασχολία στους χωριανούς ήτανε η κτηνοτροφία
Έπρεπε λοιπόν να κατεβούνε χαμηλά στους πρόποδες στα μετοχάκια που υπήρχανε στίς αυλές του ποταμού όπου υπήρχε βλάστηση και των αθρώπω οικαλιέργειες
Σαν εφτάξανε ταχυνή-ταχυνή όπως ήτανε ακόμη δροσουλιασμένος ο τόπος μολέρνουνε τσι γαιδάρους ελεύθερους να τρώνε όπου μπούνε και ότι βρούνε.. αυτές εμπήκανε στα αμπέλια να μαζώξουνε οξυνίδες γερά-γερά να γεμίσουνε τσι φάρδους να τσι δέσουνε μέχρι τσι μπουζούνους κια’πόκιας να φορτωθούνε και πορτακάλια απο τα περβόλιαπού ήτανε στήν αποκατωθιό πάντα, και καλά καλά πρίν να τσι καλοδούνε οι αθρώποι να πάρουνε τον δρόμο της επιστροφής μα και της επιτυχίας που θα ‘χουνε να ταίζουνε τσι χοίρους για δέκα μέρες, και θα φάνε και τα κοπέλια ένα πορτακάλι ξεκούραστο, γιατί όσοι φέρνανε στο χωριό πορτακάλια και επουλούσανε αυτές για να πάρουνε ένα καλάθι πορτακάλια εδείδανε τυροκομιό.
Το βράδυ στο μετοχι σάν είδενε ο ένας τόν άλλο λέη...
- Ζαχάρη έκιε στο αρμό έκουσα και εγκανίζανε το πρωί γαιδάροι και λέω τίνος είναι εκεινοι-νά οι γαιδάροι ετούτονα το γκάνισμα δέν είναι απο τσι δικούς μας, προβέρνω πέρα-πέρα και ξανοίγω και θωρώ πέντε’ξε γυναίκες και ήτανε μέσα στα αμπέλια και εμαζώνανε οξυνίδες και είχανε μέσα μολαρητά τα χτήματα και εγλοπατούσανε μέ έτσα ογρασά. Εδά τα αμπέλια ενοίξανε και δεν πρέπη να μπαίνουνε ζούμπερα μέσα, απο το χυλιμίντρι τω γαιδάρω εσπούσανε τσί κοντύλους και ετυφλώνανε τα μάτια και τα ξεκάμανε και επήανε στη δουλιά ντονε... και σπώ και πάω να τσι προκάμω και τονε λέω ...ίντα γυρέτε δα παέ δεν θωρήτε την ογρασά και γλοπατήτε και οι γαιδάροι ογιάντας είναι αμολατοί στα ξένα αμπέλια των αθρώπω...
Ντα δεν είναι τούτο νε του συγγενου μας του ζαχάρη.. εμείς σε ξένα αμπέλια δεν μπαίνωμε παρά μόνο στου συγγενού μας.... Αυτές εδά Ζαχάρη οι συγγενιές σου με το θάρος το δικό σου κατεβαίνουνε κάθε χρόνο έπαέ και πανίζουνε τον τόπο....και απο πά και ύστερα πάλι οφέτος θα κατεβαίνουνε κάθε ντίς και ντάη.. και θα ριμάσουνε τό τοπο μόνο να το κατές...
Ο Ζαχάρης τα γρύκανε τα παράπονα και του και δέν εγάτεχιε ίντα να πή, πότε-πότε του ερχότανε να τσιμογελάση,αλλά για να αποφύγη να απαντήση γυρίζη και του κάνη μισο αστειευόμενος μα και λίγο στα σοβαρά...για να του αλλάξη κουβέντα.
Χαραλάμπη θυμάσε μωρέ μια φορά οντεν’έβλεπε ο αφέντης σου τα σύκα (που τότες τα βλέπανε όσοι είχανε για να μη τα τρώνε οι αθρώποι ) και εξόμενε στόν αρμό στ’αμπέλι να μην του τα φάνε, και θωρή δυο Λειβαδιώτες και εβγαίνανε και όπως εβγαίνανε διψασμάνη και νυστικοί πιός γατέχη απο που ήρχουντονε επορπατούσανε μέσα στο δρόμο είπενε πράμμα ο γής τ’αλλού και τα βάνουνε καί έπαιζενε φορτωτιρίδια ο γής τ’αλλού και γκρεμίζουντε μέσα στ’αμπέλι και ετσακώνουντανε μέσα τσι κουρμούλες . Και ο κύρης σου σάμε να τσι δή απο τον φόβον του σπά και φεύγη και κατεβαίνη στο μετόχι και έρχεται στο σπίτι και εφώνιαζε του αφέντη μου γλακα και στ’αμπέλι τσακώνουντε δυό και θα σκοτωθούνε ΄μονο άντεστε να τσι ξεχωρίσωμε
Και μόλις τον έκουσε νε ο κακκομοίρης ο κύρης μου που όσο μυαλό είχιενε δεν είχανε όλοι οι χωριανοί μαζί, γυρίζη και του κάνη...
- Εεε κακομοίρη μπουνταλά έτσα το κάμανε για να φύγης να σου φάνε τα σύκα...άμε δα να δείς πώς ετρυγήσανε τη συκιά.
ένα κρυφό χαμογελο και τών οι΄δυο΄νών ήτανε η λήξη της κουβέντας..

τα λερια ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα λεριά (τα αρτήσιμα και τα νυστίσιμα )

Τσι μεγάλες εορτές τσι χριστιανοσύνης ( τη λαμπρη τα χριστόγεννα και το δεκαπεντάρη )

Πολλές μέρες Ενηστέγανε…οι γι’αθρώποι το χρονο περίπου με το μάτι φαίνοντε εκατο μέρες ανε βάλωμε τα δυο σαραντα μερα και το δεκαπεντάρηκαι ανε βάλωμε και κάτι πάλι μια νυστεία που ήτανε το θέρος σύν τετραδοπάρασκα θεοψυχά μου ούτε εκατο πενήντα μέρες το χρόνο δεν επομένανε για να τρώη ο άθρωπος λεριά (αρτήσιμα)…π.χ. απο την τυρινή την τελευταία κεριακη των αποκρεων μέχρι την βραδυά της αναστάσεως το βράδυ του Μ.Σαββάτου ..ολοι ετρωγανε νηστήσιμα βραστερικά χόρτα μόνο λαδερά.που απο την αδυναμία και τη πολύ σκαλίδα αν εβάστανε ακόμη η νυστεία δέκα μέρες. ήθελα να μη μπορούν να πορίσουνε οι αθρώποι.όξω .απο τη πόρτα του σπιθιούν τωνε απο την αδυναμία..αφου εθώριες .μερικούς και είχανε κυταλιάση και εφέγγανε τα καύκαλα των αυτιών τωνε.έίχανε στεγνώση.τελείως.και σ’τσί στράτες επιένανε και δεν. επιένανε………Εκτός απο.μερικούς κοιλιόδουλους ΄που αυτοί…γή Λαμπρη είναι…. γη δεκαπεντάρη…. ποτές τωνε δεν νυστένε ούτε το κρέας και ούτε το λάδι…… Και όλη η κατηγορία των αθρώπω τούτηνα ήτανε φορτωμένοι με αμαρτίες της χολιστερίνης ..και των τριγλυκεριδίων..και μετά θα τους ακολουθούσε και το πρωπατορικό αμάρτημα της .πιέσης.και.του ζαχάρου…..Βέβαια όταν θα ερχόταν η ώρα και θα φτάνανε στη πόρτα του παραδείσου ο Αγιος Πέτρος θα τους ανέβαζε στο λουρή για ένα τέστ κοπώσεως και για τα.τρίμπλεξ..αλλά ουδείς θα το περνούσε αυτο το τέστ. και έτσι όλοι θα χάνανε την βασιλεία των ουρανών και θα μένανε έξω.απο την πύλη και δεν θα γευότανε ουδείς τον παράδεισο……..Όλα αυτά επαναλαμβάνωντε απο όλους μας.κάθε χρόνο και κάθα είς το ερμηνευγη και το μεταδίδη με το δικό του τρόπο …απο γενιά σε γενιά αλλά όλοι φτάνουμε στο τέλος στο ίδιο αποτέλεσμα…πάντα στον ίδιο τόπο …που ????? )
Στο λουρή του Αγίου Πέτρου στη Άυλόπορτα του Παράδεισου….
Οι εκπρόσωποι του θεού ( οι παπάδες) …μας καλούνε δια του λόγου τους..και μας παροτρίνουν συνεχώς να αποφεύγουμε τις αμαρτίες τα πολλά κρέτα τα λίπη και τα πυλάφια και να προτιμούμε τα όσπρια τα χόρτα και όλα γενικά τα λαδερά και τον μπακαλιάρο και να πηγαίνουμε στο μικροβιολογικό τους εργαστήριο για να μας πάρουνε αίμα και να κάνουνε συχνα τις απαραίτητες μικροβιολογικές εξετάσεις …και να είμαστε πάντα έτοιμοι για το τέστ κοπώσεως…του Αγίου.Πέτρου….και ο κάθε ένας κατά που είναι σκλάβος στα πάθη ντου …..χαράση και τη μοίρα ντου……Πρώτα πρέπη να ντυθή ο κάθε ένας μας…μέ τον μανδύα της ταπείνωσης… να χαλιναγωγήση τα πάθη του και τον εαυτόν αυτού……και κατα τον ποδαρόδρομόν του στη στράτα τσι ζωής…να μη κάμη λάθος σε κανένα σταυροδρόμι…απο…αυτά που θα συναντηση…στη ζωή ντου.και στο τέλος…αντι να βρεθή αλλου.να πάη αλλού΄΄…και καμια φορά πομένη και χάνεται και μεσόστρατα…
( ο ‘εχων ώτα ακούη΄)…………


…ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΣΟΥ ΕΤΑΧΤΙΚΑ ΣΤΣΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ ΝΑ ΦΟΡΩ ΚΛΑΘΕ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΡΗ…….

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

ΑΠΟΚΡΕΣ ΣΤΟ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ..........ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Αποκρές στο ψηλορείτη
Παλιά η αποκρές στα χωριά του ψηλορείτη δεν είχανε πράμμα το σπουδαία. Ήτανε μέρες μόνο για να ποκρηγιώσουνε στα σπίθια να μήν ξαναφάνε κριάς και διάφορα άλλα λεριά ( όπως τυροκομιό αυγά κλπ) μέχρι την ημέρα τσι Λαμπρής. Οι μέρες τσί αποκριάς ήτανε λίγο κομικές εμουζώνανε οι γιαθρώποι τσι μούρες τωνε απο τα τηγάνια και τα τσικάλια οι άντρες εφορούσανε φουστάνες απο τσι γριές και εβάνανε στι ράχη πανιά τάχα πως ήτανε καμπούρες και οι γυναίκες εφορούσανε στιβάνια και αντρικά ρούχα με κρουσάτο μαντήλι στην κεφαλή και το παίζανε άντρες όπως και νάτανε ντυμένοι στην μέση τους εδένανε λέρια και καμπανέλια που όπως εχοροπηδούσανε επαίζανε και τα λέρια που εβαστούσανε. Στη μούρη όποιος δέν ήθελε να μουζωθή έβανε ένα διάφανω μαντήλι που εθώριενε από μέσα χωρίς οι άλλοι να γατένε πιός είναι.
Όπου επαρουσιάζουντονε οι μασκαράδες επηγαίνανε συνήθως ομαδικά στα σπίθια και στους δρόμους και εχοροπηδούσανε γη εχορέγανε άμα το ράδιο γή το γραμόφωνο έπαιζε καιμιά πλάκα με κρητικά τραγούδια. Στο πιό σύχρονο ντύσιμο των μασκαράδων ήτανε κομμένη εφημερίδα πού εκάνανε την σημερινή προσωπίδα με τρύπες για να φέγγουνε τα μάθια ντωνε να θωρούνε να πορπατούνε και στην κεφαλή εσάζανε πάλι με εφημερίδα ένα μακρόστενο καπέλο σάν του αστρολόγου πού είχε ο καζαμίας στο ξώφυλον του κάθε χρόνο ζωγραφισμένο
Οι άλλοι όπως τσι ξανοίγανε ντυμένους εβάνανε το μυαλό ντωνε σε μεγάλη ερευνητική παρατηρητικότητα, για το πιός είναι ό κάθε μασκαρεμένος που μετα έλεγε πώς σε όλα τα σπίθια που επήα δεν με γνώρισε κανείς παρά ο τάδε......
Τσ’αποκρές τσι ζούσανε και οιβοσκοί στ’όρη που εξωμένανε στα σπιτάκια. Μια χρονιά λέη ήτανε δυο βοσκοί και εψίνανε ένα γουλίδι κρέας σε μιά ξύλινη σούβλα πού είχανε καομένα αμοναχοί ντωνε ετρώγανε λοιπόν το βράδυ το κρέας επετούσανε και τα κόκαλα τω σκυλώ, μα ήτωνε πολύ το κρέας καιτο λυπηθήκανε να το δώσουνε σ’τσι σκύλους τόσονα κρέας και αποφασίσανε να θέσουνε και τα μεσάνυχτα που θα μεταπνήσουνε θα κάτσουνε να το ποφάνε αφου η άλλη μέρα που εξημέρωνε ήτανε καθαρή Δευτέρα και δεν τρώνε. Το κρέας τόχανε δίπλα στη φωθιά που έναφτε μέσα στο γυριστό σπιτάκι αυτοί εθέκανε απάνω σ΄τσι θρύμπες που είχανε οι πεζούλες και εκουκουλωθήκανε τσι γαμπάδες τωνε και εποκοιμηθήκανε, απο την κούραση δεν εξυπνήσανε την ώρα που έπρεπε να φάνε το κρέας. Και ΄΄οταν άρχισε να ξυμερώνη ξύπνά O γής και θωρή το κρέας αφάωτο και πιάνη την βέργα ντου και παίζη μια μπίκια τ’αλλού έκια που εκοιμούντανε έ κακομοίρη βούιδαρε και επόμεινενε το κρέας καί εδά, λέη πελαγωμένος και του ΄κανη ο άλλος που είχιενε πιό πραχτικό μυαλό, δεν πειράζη βάλε το γαμπά σου στη πόρτα να σκοτινιάση να φάνε το κρέας και απής θα το φάνε θα βγούμε όξω απο το σπιτάκι,να μασε δή ο ήλιος μα το ίδιο κάνη. Και με τον τρόπο αυτό καθυστερίσανε περισσότερο την διάρκεια της νύχτα και έτσι δεν είχανε καμιά αμαρτία που εφάγανε λεριά (αρτήσιμα)την καθαρή Δευτέρα......

ΜΙΑ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μιά μερακλίδικη παρέα στη χώρα
Το λεωφωρείο πρωί-πρωί εξεκίνανε απο το πρώτο χωριό του Ψηλορείτη και επέρνανε ύστερα από όλα τα ορεινά χωρά το ένα πίσω απο το άλλο που το περιμένανε οι γ΄αθρώποι ο ένας έδειδε παραγγελιές άλλος δέματα –κιβώτια του γαλάτου, - κανισκάρια - πετροκόφινα σταφυλοκόφινα γαζοντενέκες μέ λάδι, και σε ότι εχώριενε του κάθα νούς τα μπράτη στο ανάλογο χρειαζόμενο και όλοι μαζί για τη χώρα.
πρέπη ακομη να πούμε ότι την ίδια διαδρομη έκαναν δυο αυτοκίνητα που ξεκινούσανε μαζι μόνο που ο ένας ήταν λιγόψυχος και σβέλτος στη οδήγηση και πηγαινε πολύ γρήγορα και ο άλλος ήταν μπάσος και πηγαινε αργά έλεγε ιστορίες
μια φορα λοιπόν ό ένας οδηγός του λεωφορείου θωρη σένα χωριό που επέρνανε και έπερνε τσι επιβατες δυο τρείς γυναικες και εστέκανε στη στάση κια΄ποκιας δεν εμπαίνανε να φ'υγουνε και τονε κάνη νόημα εμπάστε γιατί φεύγουμε και λένε κιαυτές όη δεν μπαίνουμε στο δικό σου γιατι γλακάς και φοβούμαστε να μη μας σε γκρεμήσηςκαι θα πάμε με το άλλο που πάη αργά και και δεν γλακά. - και τονε λέη και αυτός για να τσι πειράξη... ΕΕε ίντα να σας σε κάμω γω αφού δεν θέτεμετα μένα να πάτε στην ώρα σας αμέτε με τον αλλο να φταξετε το μεσημέρι, μόνο αμέτε μα πάρετε μπάρε μου ψωμί και ελιέςαπο το σπίτι να τρώτε μέχρι να φτάξετε στο λεωφορείο
Στη σκάρα εφορτώνανε μπρουλισταρές τσ’όρθες που τσί πηγαίνανε και αυτές μέσα...(δηλαδη στη χώρα όπως ενοούσανε απο το μπεντένι και μέσα)
Το λεωφωρείο ήτανε φορτο-επιβατηγό δηλαδή απο τη μέση και οπίσω ήτανε κλειστό και εφορτώνανε τα πράμματα, τα μιγώμια και ότι άλλο ήτανε φορτίο και απο την μέση και όμπρός είχιενε καθηστούρες μονοκόματες που εχωρούσανε να κάθουντονε δυό επιβάτες και στη μέση ένα κοπέλι. Πολλές φορές ανάλογα την εποχή γή την στραθιά εθώριες στον πίσω χώρο του λεωφωρείου ( τών φορτίων) μαντρισμένα ζά, χοίροι, γή κιανένα μουσκάρι που για να το φορτώσουνε επειδής ήτανε βαρύ,εσημώνανε το αμάξι δίπλα σε τράφο για να μπή μέσα με το ζόρε σπροχτό καιβολοσερτό το μουσκάρι. Τα παραθύρια είχανε κουρτινάκια και επηγαίνανε τα κοπέλια και τα πηράζανε πέρα-δόθε και τα μάνιζενε ο εισπράχτορας και ο πατέρας τονε. Και απο το πολύ σύρε-ξέσυρε στη κάτω μπάντα ήτανε σκισμένα και ξεπαραλησμένα.
Έκια στα παραθύρια εκρεμούσανε στο γιαγιερμό και τσι μπρουλισταρές τα χάσικα κουλούρια που τα ξανοίγανε τα κοπέλια στα χωριά και ετρέχανε τα σάλια ντωνε
Μέσα στο λεωφωρείο εκουβεδιάζανε οι επιβάτες εκάνανε και καμιά καινούργια γνώρα και σαν κινητό καφενείο εκινιούντανε το λεωφωρείο για τη χώρα
καμιά φορά χειμώνα καιρού στις κακοκαιρίες όπου ήτανε σε παρακλάδια ο δρόμος ακόμα χωματένιος και είχε φρεσκο βρέξη απο τη λασπουριά άν κολούσε το αμάξι εκατεβαίνανε όλοι μαζι και εντιδέρνανε στην απο πέρα μπάντα και εξαναμπαίνανε πάλι και αν έκανε διαφορικό και εχριέζουντονε οι άντρες το σπρώχνανε κιόλας να ξεκολήση η εκοβανε κλαδια και πέτρες όλοι μαζι και τσι πετούσανε στη ροδιά να βοηθήσουνε τη ρόδα στις λάσπες να περάση γιατι καμια φορά ήτα τόση λάσπη που ακουμπαγε μέχρι και το σασι του αυτοκινήτου
Στη διάρκεια τσι διαδρομής απο τσι πολλές στροφές και το καταχτυπιό εφτάνανε οι περισότεροι επιβάτες ζαλισμένοι στη χώρα όπως μισο αναισθητα εφτάνανε και τα ζούμπερα μα προπαντός οι γι’ορθες τόση ώρα κρεμασμένες ανάποδα απο τα πόδια....

-Εσύ σύντεκνε ίντα δουλειά εχης και πάς μέσα
-Γιάε ότι ώρα κάμης τσι δουλειές σου θα σμήξωμε τάδε πού...
-Εγω ήρθα να πλερωθώ τα απίδια και μούχει γραμμένα η συντέκνισά σου έπαέ σ’ένα χαρτί διάφορα πουσούνια να
πάρω και να τσι βρώ μπογιές γιατί θέλη να βάψη τα όργατα.
Αφού ελέγανε ο κάθα είς για ίντα δουλειά επηγαίνανε στη χώρα εσυνενοηθήκανε έξε-οχτώ νομάτοι τσι παρέας πώς αφου κάμουνε τσι δουλειές τωνε θα πάνε στου πονηρού το μαγαζί ( στα γουρσουζάδικα ) να φάνε πράμμα σάμε να’ρθή η ώρα να πάρουνε πάλι το αμάξι να για’γήρουνε στα χωριά’ντονε.
Σάν εσήμωσενε η ώρα τσί θώριες και εξετρυπούσανε απο πέρα και από πόδε και μπαίνουνε στου πονηρού που ο μαγαζάτορας ήτανε φαίνεται όνομα και πράμμα σάμε να τσι δή τσι καλοσώρισε και εχάρικε και εγίνηκε’νε θυσία για να τσι περιποιηθή πιάνη γερά-γερά και σμήγη τρία –τέσσερα τραπεζάκια και τωνετοιμασενε ότι καλύτερο διέθεται το κατάστημα
Μετά απο πολλά χρόνια ένας τσι παρέας εδιηγούντανε πώς έτσα φαωπιοτούρα δέν έκαμε ποτές του, και πώς μέσα σε αυτά που εφάγανε και είπιανε ορκίζουντανε στα κόκκαλα τσι μάνας του πώς εφάγανε και μιά μπλεχτή κρομύδια, σκεφτήτε τά άλλα πόσα ήτανε, και στη ν’υστεριά εβρήκανε και μιά λύρα και τηνε επήρενε ένας τσι παρέας και εντάκαρε και έπαιζε και εντακάρανε στην αρχή αποσίγανα μαντηναδάκια, και στο τέλος εντακάρανε και τραγουδούσανε και εσέρνανε κάτι φωνάρες που οι περαστικοί εστέκουντονε στη πόρτα και στα παραθύρια και άλλοι τσι καμαρώνανε, και άλλοι τσι φοβούντανε έκια που τσι γρυκούσανε.
Έκια δα εξεχώριζενε η διαφορά των δύο τάξεων της κοινωνίας των αθρώπων η μιά τάξη από’ξω εγενηθήκανε για να δουλένε στην ζωή ντονε και η άλλη που ήτανε μέσα εγενηθήκανε για να γλεντίζουνε στην ζωή ντονε....
Κάνα’δυό φορές που έπαιζε παθητικά στη βουργάρα τη λύρα εσήκωθήκανε και εχορέψανε συρτό μέ ψιμιδευτά όμορφα ζάλα. Και αγγαλιαστό πεντοζάλι..απο το μεράκι η κεφαλή του λυράρη επήγαινε δεξά και ζερβά και ανοιγόκλεινε τα μάθια ντου γιατί τον έπιανε και αυτόν, το πάθος τσι λύρας...
Σάν ήρθενε η ώρα να φύγουνε εσηκωθήκανε όλοι μαζί και ετσακώνουντανε πιός να πρωτο-πληρώση, στό καυγά έλαβε μέρος και ο πονηρός που απο την πλευράν του αυτός ήθελε να τσι βγάλη όλους όξω απο το μαγαζί και δεν τους άφηνε να πληρώσουνε και τους έσπρωχνε να πορίσουνε πρός την πόρτα... μα στο τέλος τονε πλερώσανε και με το παραπάνω...
Σάν επορπατούσανε και επηγαίνανε όθεν την χανιόπορτα στό δρόμο ετραγουδούσανε και εμπήκανε στο λεωφωρείο..οι μαντινάδες επληθιάνανε σάν επεράσανε το βουλισμένο αλώνι και επιάνανε τα πίσω χωριά που ο κάθα είς σάν έφτανε στο χωριό ντου ήθελα ‘κατεβή να φωνιάξη και του καφεντζή να τσι κεράση ΄ότι θέλη ο κάθα είς αλλοιώς δεν έφηνε να φύγη το λεωφωρείο .το ίδιο εγίνουντονε σ’όλα τα χωριά σάμε να φτάξη το τελευταίο αδιαφορώντας πιά θα ήταν η ώρα της επιστροφής του λεωφωρείου.

Μόνο που μια γριά η κακομοίρα εγιάγερνε απο την χώρα που την είχανε παομένη η εγγόνη ντζι για να τσι κάμη το καλιμέντο ( για τα αδόδια ντζη,λές και είχιενε και τα πολλά, δυό ήτανε απομινάρικα και με κεινανά εμάσενε) Αυτή την κακομοίρα την είχιε νε πειραγμένα η βενζινιά του αμαξού και οι στροφές και εσαλιώφθιενε στο μαντιλάκι τζι και εβάστανε καμπουριασμένη με τα δυο ντζι χέρια το μπροστινο χερούλι στο κάθισμα και η κεφαλή ντζι ήτανε σκυμένη ανάμεσα στα χέρια που δεν εμπόριενε απο τη ζάλι και απο το κακκό να τηνε στέση ορθή και έτασε’νε να πέψη μια μποτίλια λάδι στη χάρη ντου στο τίμιο σταυρό στο Στρούμπουλα γή στη άλλη εκκλησά του τιμίου σταυρού τσι Γαραζανής κορφής να τηνε γλυτώση απο τούτονα το κακκό και το σύθρηνο και να φτάξη στο χωριόν τζι...και εθάριενε πώς έχανε τον κόσμο..και αλέθανε τα μάθια ν’τζι και τσί’ρχουντανε να βγάλη τα σκόθια’ντζι..και έβανε στό νού’τζι,
Πώς η όλης και ανε ξαναπορήση απο το χωριό κι’όξω..... σάμε να ζή........

Ο ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ο πετρόλυχνος τσι ΓΡΙΑΣ

Η κακομοίρα η γρια σκαλίδενα που ο θεός να αναπάψη την ψυχην τζι έκια που κοίτεται ήτανε καλη γυναίκα ήσυχη λιγομίλητη και νυκοκαιρά ένα μικρό ελατωματάκι είχιενε μόνο που δεν ήτανε χουβαρτού , άρα ίντα ήτανε λοιπόν, ήτωνε τσιγκούνα, Μεγάλο κουσούρι κείνα τα χρόνια για τα μετόχια γιατί όλοι οι άλλοι ήτωνε χουβαρτάδες μέχρι τη λέξι σκορπαλευράδες εμπόριενε κιανής να σφάξη το κοπέλι ντου ,,,,,,για να το κάνη ραέτη και να ευχαριστήση μιά παρέα που ευρεθηκε στο σπίτιν του
Η κακομήτσα η σκαλίδενα είχε απόλα τα αγαθά του θεού στο σπίτι τζι, και ίντα δεν είχιενε....στα πυθαρια ήτανε ο καρπός σ,τσί μαγατζέδες τσι, ειχιενε γεμάτα τα πυθάρια, το λάδι τα κρασά τζι το κάθε τζι πράμμα αλλά απο το κατώφυλιο του σπιθιού τζι και μέσα δεν έμπαινε άθρωπος χωρίς ΄λογο όπως είναι σήμερο οι περισότερες νοικοκαιρές στων αθρώπω τα σπίθια ,άρα αυτη επήγαινε νε 50 χρόνια πιό μπροστά τότες απο τσι ποδέλοιπες..στην εποχήν τζι.....
Ας είναι δα,ακόμη και στο λύχνο που άναφτενε τα βράδυα επρόσεχε το φυτήλι να βγαίνη κοντό κοντό στο γλωσίδι του λύχνου για να νάχη πλιά μική φλόγα και να καίη πιο λίγο απο τσι άλλες χωριανές τσι, και όντενε μαζώνανε χοχλιούς τσι νύχτες στα λακια και στο παχύν,αμμο εθώριες όλοι οι άλλοι λυχνοι και εξεχωρίζανε σε κεριά π.χ των άλλωνών είτανε 100 WATT και αυτηνής είτανε σαν το καντυλάκι τσι κρεβατοκάμερας που αφηνουνε στα σημερινά σπίθια οι γιαθρώποι κοντα στα 5 WATT
.Και εξεχώριζε νε απο αλάργο μέσα στο σκοτίδι ο λύχνος τσι απο των αλλωνών, με αποτέλεσμα απο την καηριά τζι να μη ξοδεγεται στο λάδι εμαζώνανε ο κάθα εις ένα κοντόγεμο καλάθι χοχλιούς και αυτη η κακομήτσα ούτε δεν το μέσαζε γιατι τσι πιό πολλούς χοχλιούς στη περασάτζι δεν τσι θώριενε και πολλές φορές τσι πάθιενε κιόλας και τσι σκότωνε..
την άλλη μέρα την ταχυνή τσι γρύκας τσι χωριανους να ρωτά ο γείς τον άλλο εβρήκιετε μωρέ πράμμα ? δηλαδή πόσους χοχλιούς εβρήκανε την νύχτα εκιά που επίανε γιατί αλλού επήγαινε η μιά πατούλια και εγύρεγιε και αλλού η άλλη...
-εμείς έκια που επίαμενε 'ητανε οσάν την άμμο οι παντέρμοι,
τσί/χανε αμάζωχτους και ήτανε όλοι χοντροι και καλλοί
- ντα που επίετε
- εμείς επίαμε απο το λαγαρίδι και εγύραμε οθέν του κεφαλογιάννη το σόχωρο και εκατεβήκαμε τσι μάντρες επεράσαμε του ριγοβασίλη ταλώνι και εφτάξαμε στο μπελεγρίνο ε.ε..ίσα με κιά δεν εβρήκαμε πολλούς, έτσα πού κ,ένα πέρα πόδε γιατί τσίχανε ξαναμαζωμένα, μα απείς επήραμε πέρα και εμπήκαμε στην αποπερωθιό μπάντα οθεν το μεσσονήσι στη ποταμίδα και εμπήκαμε στο κατσουνηδω τα αμπέλια δεν είχαμε ιντα να τσι κάμωμε.έκια στη απο πέρα μπάντα ήτανε σκιάς δέκα νομάτοι στου ιζάμη τη στροφη και εγυρέγανε και ήτανε ντελικανιδάκια και θα ήτανε πλαδιανιωτάκια και τάξε πως ήτανε του αγροφυλάκου τα κοπέλια
- εσεις εβρήκιετε χοντρούς καλούς χοχλιούς μα εμείς μόνο πώς επορίσαμε εμάς ήτανε οι πλιά πολύ λιανοι και που κένας χοντρός και δεν κάνουνε πράμμα παρα μόνο να τσι βάλη κιανείς με το ρύζι, και έσερναμε και το μικιό και εμέζωνε και αυτός δεν εγάτεχιε να μαζώνη καιο έβανε και τσι ζουζούρους...........
-ντα που επίετε εσείς και δεν εβρήκιετε πράμμα ?
-εμείς επίαμε όθεν την γραμπέλα και εγήραμε πέρα στο μαρκουλί και εφτάξαμε μέρχι στα βορινά απο πέρα στου καλέργη τσι λαγκούς και εκατεβήκαμε στο παχύναμμο.
-έκια μόνο πως επίετε γιατι τσι μαζώνουνε οι γαραζανοι κάθε χρόνο και δεν έχη να διαλέτε και να πηγαίνετε σε τόπο αμάλαγο.
-μα δεν μου λές μωρε ίντα εγηρέγανε εκεινηνα οι δυο ξένοι που επεράσανε λέη οπροθές από παέ
- ντα ίντα δεν σούπανε εσένα κιανείς πράμμα ?
- όη ογιάντας ?
- εξανοίξανε λέη ίντα χρειάζεται για να μας σε βάλουνε λέη ρεύμα..
-

Και όταν ήλθανε λέη και εβάλανε το ρεύμα στα σπίθια..στο χωριο, εβάλανε και στο σπίτι τσι σκαλίδενας, και οντενε πήγαινε ο υπάλληλος και έπερνε την μέτρηση του ρολογιού επαρατήρηξε πως το ρολόι τζι δεν είχιενε καημένα καθόλου ρεύμα μα όταν λένε καθόλου ενοούμε ντίπη..ψιχάλη. και ο υπάλληλος εσκέφτηκιε ογιάντας δεν γράφη? μπάς και είναι χαλασμένο το ρολόι να πη στη υπηρεσία να το αλλάξουνε.. για να τη βρώ να τη ρωτήξω...... και τσι λέη
-Έέε...ε θειά ογιάντας δεν γράφη το ρολόι σου
δεν ανάφτης το βράδυ την λάμπα ?
-Και του λέη και αυτη...άφτωτη παιδί μου οντε θα χάσω καιθα γυραίω το σπίρτα για να ανάψω το λύχνο...........

ΤΟ ΠΥΓΑΔΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΥΡΟ....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το δρακο-πύγαηδο
( φαρατσανό-ανεμομυλιανός μύθος )
απο πολλά χρόνια το θυμούντε οι χωριανοί ετούτονα το πυγάδι στην άκρη του ποταμού μέσα στο σκιανό που κάνουνε οι απλατάνοι Έβγαινε παλιά μια αγκαλιά νερό μέσα απο μια τρύπα πού έκανε κάραβο και επήγαινε μέσα σαν το σπυλιάρη λοής και το νερό απο την σκοτεινιά του σκιανιού εφαίνουντονε σκούρο και άμα εξάνοιγες στην κολύμπα εφαίνου ντονε η μούρη του αθρώπου αλλαξο-μουριασμένη κάθ όλη την διάρκεια της ημέρας μα προπαντός το δίκιο μεσημέρι που αναλώνουντε και πορπατούνε τα φανταξά... έτσα το λέγανε η γριές και εφοβερίζανε τα άταχτα κοπέλια
Έκια λέη ήζενε ένας δράκος μέ πόδια, αυτός έμιαζε σαν αυτόν που σκοτώνη ο ΆΙ Γιώργης στα εικονίσματα, επόριζενε λέη και το θωρούσανε οι αθρώποι πολλές φορές και επόριζε και έθετε στα χόρτα στην φλέγα δίπλα σ’τσι φτέρες μέσα σ’τσι βρουλιέςΑυτό δε επήραζε αθρώπους παρά άμα θελα πινάση πολύ ήθελα πορπατήξη να πάη να αρπάξη καμιά ν’αίγα να την φάη, λένε πως μιά φορά επνιξε ένα γάιδαρο. Ο δράκος δεν εγλάκανε επήγαινε-αργά’ καί όπου επορπάθιενε εφαίντονε η αποβολήν του και η βολοσυρέ ντου πέρα-πόδε κοντά στη φλέγαΟι γιαθρώποι όμως για να μη τσι πειράζη το θεριό εσημώνανε πέρα-πέρα στο δέτη (κοντά στην πηγή ) και του πετούσανε όσα ζά εψωφούσανε για να μη τωνε τρώη τα αναθροφάρια που είχανε ζωντάρια στα σπίθια για να μεγαλόνουνε τα κοπέλια ντου ο κάθα’είς......Από κείνονα τον δέτη εγκρεμίζανε και τσι γαιδάρους όταν ήτανε η ώρα ντονε και ήτανε η καλύτερη τροφή του θεριού
Οι σκύλοι εξανοίγανε απο αλάργο το θεριο που έτρωε μα δεν εσημώνανε γιατί το φοβούντανε
Γύρω γύρω απο την φλέγα το θεριό είχιενε καομένα κηλιστριά απο το σύρε-ξέσυρε
Μια φορά λέη ήτανε ένας βοσκός που ήτανε φαμέγυιος εβάστανε την λύρα ντου στη βούργια και όπως εκάθουντονε απο πάνω στο δέτη και επαιζε σε μιαολιά θωρη το θεριό και προβέρνη στη άκρη τσι 5κολύμπας και εφρουκάζουντονε, και έκια που

εγρύκανε σφαλίζη τα μάθια ντου και εμπράγινε νε η μούρη ντου, και επομεινε χαμογελαστή,Φαίνεται πώς
και το θεριό εμερακλώθηκε απο τσι κοντυλιές που εγρύκανε τσι λύρας και όση ώρα λέη έπαιζε την ασφενταμένια λύρα ο βοσκός, το θεριό δεν εκούνησε απόκια που έθεκιενε....
Και μιά αργαδινή το κακκό γενάρη που λένε στη μεγάλη τσίκνη πού άπο λίγο να γενή η συντελεία του κόσμου εχάθηκε το θεριό και δεν εξαναπόρισε απο τη φλέγα.
Ετότες σας εδά ήτανε που εχάθηκε και το νερό και ελίγανε και απο μιά αγκαλιά τρέχη ένα δαχτύλι
Πόλλοί ΄λένε πώς εβούλισενε μέσα η γής και εχάθηκε το νερό και επέτρωσε και το θεριό και το σκότωσε νε, και άλλοι πάλι λένε πώς δεν εσκοτώθηκε μόνο πως έφυγε από ετούτονα τον τόπο και πρέπη να φανή αλλού από άλλη τρύπα απο την άλλη μπάντα του ψηλορείτη απο Αμάρι ποθές
Ολοι περιμένουνε ακόμη να’κούσουνε πως εφάνηκε αλλού ο Δράκος,τα κοπέλια όμως αμοναχά ακόμη και εδά δεν σημώνουνε στο δρακο-πύγαηδο.....ούτε το δίκιο μεσημέρι που είναι μέρα και όλοι οι γ.αθρώποι κυκλοφορούνε έκια γύρω στα χωράφια ντωνε και δουλένε και γρυκούντε απο γύρω να τραγουδούνε....όχι όμως οι συμερινή γενιά αλλά οι ψυχιες των προτυτερων γενεών γιατι οι τωρινοί πορπατούνε μόνο έκια που πάη το αμάξι και η εξέληξη........και το δρακοπυγαηδο το γνωρίζουνε μόνο απο τα καφενεία του χωριού και αποτις ιστορίες που γρυκούνε κάθε ντίς και

Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ ΤΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ......ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο πατούχας του ψηλορείτη

Σ’όλα τα χωριά αμα ξανοίξης θα βρής κιανένα μικιό γη μεγάλουρο πατούχα σόλες τις εποχές, απο τα παλιά χρόνια απο αυτά που εργυκούσαμε καί λέγανε σάμε αυτά που εφτάξαμε....
Γιατροί δεν υπήρχανε τότες και άμα ερώσταινε κιανένα κοπέλι μικιό, δεν εμπορούσανε να του κάμουνε μπράμμα, πέρα απο το να του θέσουνε ποτήρια γη κιανένα βύσαλο, καμιά φορά του κόγανε και το σαρικλίκι ντου και σε βαριά αρώσια γή απο ένα μεγάλο πυρετό στο κοπέλι επόμενε-νε ύστερα στην υπόλοιπη ζωή ντου έτσα κάτι τίς, και εβασανίζουντα νε...
Το λοιπόν ένα τέθιο κοπέλι που εγλύτωσε το θάνατο μικιό, του πόμεινε-νε ένα μικρό ελατωματάκι απο την αρώσια αλλά ικανό να το βασανίζη και να μη μπορή να καταταγή αργότερα στούς κανονικούς και υγιής αθρώπους τσι κοινωνίας που ζούσε. Ο τόπος του ήτανε τα ορεινά χωριά του Ψηλορείτη και σαν εμεγάλωσε νε ύστερα εγίνηκε ένας γεροδεμένος άντρας σάν το θεριό με χοντρές χερούκλες και ατζάρες που επορπάθιενε ο κακομήτσης ξυπόλυτος μέ καρδιά μικρού παιδιού και γύριζε όλα τα χωριά απο το τελευταίο τα όροι σάμε το πρώτο-πρώτο που ήτανε χτισμένο στο γυρογυάλι.. του άρεσε να πορπατή στα χωράφια καινα μη φωρή παπούτσα
Οι πατούχιες του επειδή δεν εφόριενε ποτές του καλύκωση ήτανε απο κάτω σκληρές σαν το πετσί και δέν ετρυπούσανε ανε’πάθιενε και ταυλιά με
μπρόκιες. Πολλές φορές ελέγανε πώς, όπως επορπάθιενε τσι νύχτες στο σκοτίδι, του παντίχνανε σκοντζοχοίροι και τσι πάθιενε και τσι πέρνανε για καβαλίνες του γαιδάρου. Αγάπανε ούλους τσ’άθρώπους και τον αγαπούσανε και αυτοί,τονε προσέχανε επροσπαθούσανε να τονε ευχαριστήσουνε γιατί.. ήθελε αυτός να γενή έτσα που εγενήθηκε.. δέν ήθελε... έτσα τον έπεψε και αυτόν ο θεός.. Όπου επέρνανε τονε ποχιερίζανε ότι είχανε εκείνη-να την ώρα στα σπίθια οι γι’αθρώποι και τονε κερνούσανε και απο το καλύτερο κρασί. Αυτός εκάθουντονε
και απής ήθελα ξεκουραστή και ήθελα ρθή η ώρα ήθελα μισέψη να γύρη πέρα να πάη στο άλλο χωριό. Τον είχανε και των έκανε καμια παραγγελιά Ολοι εγατέχανε πως και αυτός τσι αγάπανε και τους το έδειχνε λέγωντας τους το γνωστο σε όλους το γάργαρο(γα...γα..γα..πώσε)δηλαδή σε αγαπώ πολύ πολλές
φορές στα χωριά επείραζενε ο ένας τον άλλον λέγωντας και αυτοί ανα’μεταξύς’ τονε γα-γα-γα-πώσε..….
Γιά όλους ο Πατούχας ήτανε ένα μικιό κοπέλι πού είχανε όλοι τσ’αμέντες τονε να μην πάθη πράμμα και για όλους ο καταπότης του χρόνου το κοπέλι τούτονα, δεν το μεγάλονε αλλά ήτανε πάντα μικρός δηλαδή ήταν ( ο γέρος μικιός ) που λένε τα παραμύθια.
Σ’όλη ντου τη ζωή επέρνανε καλά μέχρι που ήρθανε τα παντέρμα γέρα. όπως έρχοντε σε όλους και τσι βρήνουνε και τσι ταλαιπωρούνε. Ένας γέρος έλεγε πώς ο θεός πέμπη λέη τον άνθρωπο στόν κόσμο και στο τέλος τονε γερνά και τονε θέτη στο κρεβάτι τονε ταλαιπωρή τονε παζαβιά. το μυαλό φυραίνη δεν γνωρίζη τους οικείους του και τσι χωριανούς του τονε ξεφτελίζη καλά –καλά κιαπόκιας τονε πέρνη....Μα έτσανε κιόλας.
Στόν Μυλοποταμίτη Πατούχα ο θεός έκαμενε μια εξαίρεση.
Μια βραδυά έθεκιε κανονικά στα κοιμητόρουχα και δεν εξανασυκώθηκιε. Το μυαλόν του όμως εδούλεγε νε μέχρι την ώρα που επόθανε Ολοι απο το χωριό και απο όλα τα χωριά επερνούσανε και τονε θωρούσανε και το σπίτι δεν αδειαζε όλες τις ώρες τσι μέρας. Πολλές φορές κοντοχωριανοί όπως εδουλέγανε σ’τσί περουσίας εκάνανε διακοπή και εφεύγανε απο το χωράφινα πάνε να τονε δούνε τον κακομήτση και ΄πόκιας να γυαγύρουνε πάλι να συνεχίσουνε
Ο Πατούχας λοιπόν ήτανε στο κρεββάτι μα είχιενε τα λογικά ντου και εκουβέδιαζε με τσι αθρώπους μέχρι την ώρα που εκοιμήθη και απεδίμησεν εις κύριον.
Τα βράδυα οι χωριανοι απής εποδειπνούσανε επηγαίνανε και εποσπερίζανε δίπλα στο κρεββάτι του και εκαθίζανε γύρω γύρω και του κάνανε παρέα, ελέγανε ιστορίες παραμύθια αστεία,σάμε να’ρθή η ώρα να πάνε να θέσουνε. Και μιά ταχυνή εκούσανε τη καμπάνα νεκρίκια και ρωτούνε πιός επόθανε,
-Τον Πατούχα εβρήκανε πρωί πρωί ποθαμένο.
-Τονε θάψανε με μεγάλες τιμές τα στεφάνια ντου ήτανε στεμένα που δεν τα χώριενε το χωριό του βγάλανε λόγους και σε όλα τα μνημόσυνα εστένανε πλούσια τραπέζα που τάξε πώς ήτανε κάθε φορά γάμος....η και σαν πανηγύρι με χωρατά και αστεία στο τραπέζι και ιστορίες απο την ζωή του πατούχα των αζωντανών μα και των αποθαμένων και σαν ετρώγανε καλά και επίνανε κιόλας απο το πιό παλιό κόκκινο κρασί και εφευγανε οι εναπονήμαντες αζωντανοιχωριανοι για τα σπίθια ντωνε γή για τα καφενεία κατ.ευχαριστημένοι....

Ο ΑΣΚΗΝΤΗΣ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ.....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο ασκηντής ο Χρήστος

Ολοι οι γι’αθρώποι κλουθούνε Του Θεού άλλος απο αλάργο άλλος κοντά, άλλος φοβάται την μοναξά και κάνη τον σταυρό ντου χαχαλιάς και ψελίζη καθημερινά διάφορους ύμνους, υπάρχουνε και ορισμένοι που φορούνε τζουμπέδες για να αισθάνοντε ότι είναι ακόμη πιό πλησίον Του. Ο θεός όμως απο την μεριά ντου βοηθά ούλους τσι αδύναμους τωνε δίνη κουράγιο και αέρα να πορεύοντε στη ζωή του ,αλλά φοβερίζη και τους πολύ δυνατούς να κάθοντε στα αυγά και να μη πέρνουν τα μυαλά τους αέρα..καινα φυσά ο νούς τωνε ανάμεσα να φάνε τσι ποδέλοιπους πιά μικιούς, λοιπόν ανάμεσασε όλους αυτούς ήτανε και ο ασκηντής ο χρήστος ο οποίος ήζενε και επορπάθιενε στα χωριά του ψηλορείτη..
Ώς φαίνεται καμοιά μέρα μικιός θα τον είχιενε φορτωμένο ο αφέντης του απάνω στο σωμάρι και τονε λάλιενε ομπρός και αυτός θα ν,εκλούθα του γαιδάρου και έσερνε τσ,αίγες και αυτός εξυπάστικε σε κανένα δισταύρι και επέταξε το κοπελι πέρα ετούτος σας ο ξυπασάρης γάιδαρος και σάηκα το πέταξε σε πράμμα χαράκια απάνω και εχτύπησε στη κεφαλή και αυτός και αμοναχός απόκια και ύστερα του επόμεινε έτσα κάτι...τίς . Σάηκα οι γοναίοι ντου για να γενή καλά το γυρίζανε στσί πραχτικούς γιατρούς σ΄τσι εκλησές το σταυρώνανε του κρεμούσανε χαμαήλια στο λαιμό μα το κοπέλι δεν εγίνηκε καλά ακόμη και διαβαστικά του κάμανε μα πραμμα δεν εκατορθώσανε, και μεγάλος εδά πότε λίγο επάθενε διαλήματα ο νούς του και εστολίζουντονε με σίδερα στη μέση ντου αλυσίδες κατάσαρκα εφόριενε τον καλογερίστικο τζουμπέ η καλύκωση ντου ήτανε ένα ζευγάρη ξύλινα τσαρούχια τα οποία τά’χιενε αμοναχός του πελεκυμένα, εφώριενε μια πλαθιά πέτσινη ζώνη με ένα μεγάλο χαρταλάμη και έκια δα στη ζώνη εθώριες κρεμασμένα αρύδια κλαδευτήρους αλυσίδες μαχαίρια σπάθες και ακόμη εκρέμουντονε ένα τσαρούχι το οποίο ήταν σάν ρεζέρβα και αυτό στη ζερβή ντου μπάντα που άν επάθαινε πράμμα κανένα απο τα ξύλινα τσαρούχια που εφώριενε όπως εγύριζε στά βούνα να βάλη το καινούργιο να φύγη πάλι να μη πατη τσι αγκάθες ξυπόλιτος....
Στη κεφαλήν του εφόριενε ένα σιδερένιο εγγλέζικο κράνος και τα γένια ντου ήτανε πολλά χρόνια αχτένιστά και άπλητα και εκεί μέσα οι ψύλοι και οι ποντικοί είχανε δίπλα-δίπλα τσι φωλιές τωνε καμομένα. αυτός ο κακομήτσης είχιενε πολλά χρόνια να βάλη νερό στη μούρην του και απο αλάργο εγρύκας την υδρωτήλα και τα αποτελέσματα της απλησιάς του μαζί του δεν κράταγε ποτές χαρτί υγείας γιατι το είχιε αντικαταστήση με χαλικάκια του βουνού
Ο κακομήτσης ο Χρήστος εγύριζε νε όλα τα χωριά απο την άνοιξη καιρού σάμε τα πρωτο-βρόχια εμετακινιούντανε αργά και σταθερά σε κάθε περιφέρεια έκανε περίπου δέκα μέρες κια’πόκιας επήγαινε στην άλλη.
Η τροφή του ήτανε ανάλογα και την εποχή αγγινάρες χλωροκούκια μαντιλίδες κιανένα τσόχο καί ότι του δίνανε οι αθρώποι και ότι έτρωενε απο τα περβόλια γη απο τα αμπέλια (μπουρνέλες, αδρόμηλα σταφύλια,ρόδια και κανένα ξυλάγγουρο ντομάτες απο τα μποστάνια εδοκίμαζε σχεδόν απ’όλα όλες τις γεύσεις τα μογγέηκα πεπόνια, και τσί καρπούζες με τσι μικρούς σπόρους.)
Την εποχή που ελώνευγαν εσήμωνε στα αλώνια έμπενε στο βολόσυρο αλλά τα βούγια τον εθωρούσανε με τουτανα που εφώριενε και τα σίδερα που εβάστανε απάνων του επολεμούσανε να πορίσουνε όξω απο τ'αλώνι επήγαινε λοιπόν ο νοικοκύρης και εκανακιζε τα βούγια στο κούτελο να τα μπραγίνη έκανε μια στροφη και αυτός με το χρήστο απάνω στο βολόσυρω να ξεφοβηθούνε τα βούγια κιαπόκιας τον εφηνε μοναχό ντου σταλώνι και ελώνεγιε ό κακομήτσης ο χρήστος που ο θεός να αγιάση τα κοκαλάν του εκοε αλουμάκους απο τσ,ελιές και έσαζε των αθρώπω σταυρουλάκια ελαίνια να τσι βοηθά έκια που γυρίζανε στα χωράφια , το χρήστο οι γιαθρώποι τονε ταήζανε και του δείνανε απο το συνηθισμένο φαή του αλωνιού και σε αυτόν απο το μεσημεριανό φαή πατατοκολόκυθα με βλήτα γιαχνί του βάνανε και αυτινού σ’ένα ξεχωριστώ πιάτο γη στο καπάκι του γαλαφτιδιού και εκάθουντονε πέρα-πέρα στη άκρη του σκιανιού και έτρωε ότι του βάνανε
Τότες δεν υπήρχανε ράδια ούτε τηλεοράσεις ούτε ρεύμα μόνο λύχνοι και λάμπες πετρελαίου και ο κόσμος εψαχνε να βρή αιτία να διασκεδάζη, και έτσι λοιπόν μιά αργαδινή στο μετόχι όπως εποσπερίζανε όλοι μαζί και επαιγνιδιαρίζανε με τον Χρήστο και λέη ένας μπρε’σείς γατέτε ίντα εσκέφτηκα ? να παντrέψωμε το Χρήστο με τήν τάδε κοπελιά ( που ήτανε η καλύτερη κοπελιά τότες στη περιφέρεια ) και τονε συβάζουνε να την πάρη μόνο που πρέπει να ξομείνουνε και μαζί στο πάνω ονταδάκι γιατι άν δέν μπορη να τσι κάμη πράμμα ίντα τονε θέλη ? και εκάνανε πως εστρώνανε και το κρεββάτι και σαν ήτανε όλα έτοιμα πέμπουνε και τον υποψήφιο γαμπρό να πάη να θέση με την κοπελιά, και την ώρα που κάνη έτσε και σηκώνη το σεντόνι αντί να δή την κοπελιά θωρη κουκουλωμένο τον μεγάλον τζι αδερφό........
Και γρυκά και τσι αθρώπους στη πορτα και εγελοχαχαρίζανε
Ο Χρήστος επροσβάρθηκε και βγάνη μια σπάθα και τοντηνε εγύρισε να των τηνε παίξη στη προσβολήν του απάνω και λένε να βαρή θελη κιανενούς κοπελιού που ήτανε σημωμένα στα πόδια ντου, και ξεκρεμά γερά γερά ένας ένα τουφέκι και παίζη δυο μπαλίδια στον αέρα και απου-φύγη-φύγη ο Χρήστος. Εξαφανίστηκε ύστερα και δεν εξαναπρόβαλε στο μετόχι.....
Μετά από χρόνια εκούστηκε νε πώς τονε βρήκανε ποθαμένο μέσα σ’ένα σπυλιάρη σ’τσι κορφές του Φόδελε ποθές..... ο θεός να του συχωρέση και αυτός να μας σε συχωρέση για τα όσα του ξώνανε..........

ΓΙΩΜΑΤΑΣ ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο γιωματάς (στα τάλαια όρη)
Ο Γιωματάς ήτανε ένα τεράστιο ρολώι των Μυλοποταμιτών πού έδειχνε καθημερινά την ώρα τού γεύματος (στην τοπολαλιά το γιώμα, εξ’ού και γιωματάς )Αυτό το τεράστιο ρωλόιτο είχαν οι παλαιοί για όλες τις εποχές του χρόνου μπορεί και για χιλιάδες χρόνια πρίν, μεταφερώμενο με στόμα απο γενιά σε γενιά. Ο Γιωματάς είναι μια τοποθεσία στη πλαγιά τσι Γαραζανής κορφής των Ταλαίων ορέων (του Κουλούκωνα) επι της αριστερής πλευράς τσι κορφής όπως φαίνεται απο τα χωριά του Μυλοποτάμου στόν απο-μέσα λαγκό απο την Αγιά, απο μακρυά φαίνεται σαν μια τεράστια λουρίδα χυμένου σπασμένου γαρμπιλιού και έχη μήκος κατά το ένα τέταρτο του τού συνολικού ύψους του Κουλούκωνα γύρω στα 300 μέτρα και βάλε... Η χυμένη αυτή μάζα του χαλικιού είναι δίπλα σ’ένα δέτη σ΄ένα τεράστιο λαγκό τσι κορφής που στήν άκρη του δέτη υπάρχη ένας μεγάλος αζίλακος φυτρωμένος. Ο σκιανιός του δέτη μαζί με την προέκταση του σκιανιού του αζίλακα σαν μπίκα….. δείχνουν και τα δυό μαζί ίντα ώρα είναι ανάλογα την εποχή ή την κλίση του ήλιου και παλιά όλοι ήξεραν και υπολόγιζαν ακριβώς ίντα ώρα ήτανε όλοι στή περιοχή άν ήτανε ώρα για να μπούνε τα βούγια στο αλώνη, ακόμη άν ήτανε ώρα για καβαρτί,για κολατσό και γιώμα….και για τσι βοσκούς ώρα για σταλιστό ή ξεσταλιστό των οζώ… και ακόμη και άλλες σπουδαίες εναλλαγές τσι μέρας για τσι βοσκούς και για τσι γεωργους.εξανοίγανε ανάλογα την τροχιά του ήλιου ίντα ώρα εξεσκιάνιαζε το χαλίκι γή ίντα ώρα εξεσκιάνιαζε το χαλίκι και να κατευθύνουνε το ωρολόγιον πρόγραμμα τής εκάστοτε ημέρας. Τα κοπέλια εβάνανε στοίχημα βλέποντας τον σκιανιό πώς η ώρα είναι δέκα και τέταρτο έλεγε ο ένας δέκα και μισή έλεγε ο άλλος και επεριμένανε άμα επέρνανε κανείς και εκράταγε ρολόι να τονε ρωτήξουνε να δούνε πιός απο τσι δυο θα κερδίση το στοιχημα, δηλαδή να τονε σηκώση στον ώμο και να τονε πάη βόλτα γύρω γύρω σε τέσσερεις κουτσουρολιές .
Πολλές φορές τα κοπέλια ηθέλανε να γιαγύρουνε από νωρίς τα οζά στο χωριό τάχα μου πώς ήτανε μεσημέρι αλλά αυτά όπως και να το σερβίρανε τσι γιαγιάς τονε αυτη η γρια εξάνοιγε τον γιωματά και εγάτεχιε την ώρα και τα εγιάγιερνε οπίσω…και ΄τά’σφιγγιενε απο πίσω…. Να τα τσαγωπνίξη πως είναι ακόμη πρωί και τα ζούμπερα έίναι ακόμη ντέλεμος, Μπορούμε να πούμε πώς το επιτοίχιο ρολώι αυτό ήτανε το ρολώι όλης της περιοχής απ’όπου και να φανερίζη φαίνεται απο χωριά κορφές λαγκούς ρυάκια Σήμερο το θωρούνε όλοι από γύρω-γύρω και δέν του δίνουνε σημασία γή να το πόυμε και αλλιώς, μάλλον δέν το ξανοίγη κιανείς γιατί όλοι έχουνε τα ρολόγια ντονε και το φωρή ο ΄καθα είς, εις την ζερβή ντου χέρα και έχη και σε κάθε τοίχο του σπιθιού ντου από ένα ρολόι κρεμασμένο μα δεν ξανοίγη την ώρα ούτε απόκια γιατί την νε θωρή κάθε ντίς και ντάη στην τηλεόραση, μα ακόμη πιό εύκολα υπάρχη απάνω στο κινητό γραμμένη..... Εεε τον παντέρμο κόσμο πώς άλλαξε στα τελευταία σαράντα χρόνια... Σάηκα τα ύστερα του κόσμου εφτάξανε...... και να μου το θυμάστε ίντα ώρα σας το λέω.......και δεν είναι και ψώματα...........

ΓΥΘΙΕΣ ΚΑΙ ΤΣΟΥΚΝΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Γυθιές και τσουκνιστικά

Πολλοί την διαβάζουνε αυτην την επικεφαλίδα μα λίγοι κατέχουνε ίντα θα πή
Λοιπόν τα παλιά χρόνια όποιος εβάριχνε νε ποθές για να μην κακοσυνέψη επηγαίνανε σε ειδικούς τους λέγανε πώς πότε και γιατι τραυματίστικε και μετά αυτοί επιάνανε με το αντίστοιχο χρειαζόμενο που ήτανε η αιτία να χτυπήση πέτρα ξύλο γη δεν γατέχω ίντα άλλο μπορή να βαρή κιανείς και άρχιζε και του σταυρωνε την πληγή με αυτό και έλεγε και μια γυθιά ψιθιριστά σχεδόν απο μέσα ντου τρείς φορές και μετά η πληγή θα κλιούσε χωρίς να κακοσυνέψη και να κυντινέψη ο τραυματίας . Πολλές φορές πάλι άμα είχε κιανείς καμιά πάθηση άς πούμε σήμερο καμιά χρόνια πάθηση και τονε επιανε κατα καιρούς ζάλι ή έτρωενε πράμα και είχε σαν αλεργικό, ακόμα και άλλες χίλιες δυό περιπτώσεις, τότες εκάνανε χρήση και στα τσουκνιστικά πήγαινε πάλι ο αρωστάρης στο ειδικό τού έλεγε τα συμπτώματα τσι αρρώσθιας καυτός έβανε κάρβουνα σ’ένα βύσαλο και έκιεγε άνθη ξεραμένα,ένα μικρο ποσοστό ήτανε και καβαλίνα του γαιδάρου, μερικές τρίχες ψαρές απο κεφαλή γριάς, κοκκαλάκια τσι νυχτερίδας μικρά κοκκαλάκια απο την χαχάλα του καβρού, μικρό κομματάκι απο το πουκάμισο του όφι που βγάζη το καλοκαίρι και διάφορα παρεμφερή δυλητιριώδη και γνωστά αντικείμενα της φύσης για να προκαλούνε τον φόβο.. Όπως εκάθουντονε ο αρωστάρης στην καρέκλα τονε όταν ήτανε ή ώρα για να τονε τσουκνίση επορίζανε όλοι όσοι ήτανε μέσα στο σπίτι όξω και έμενανε μόνο ο ειδικός γιατρός με τον αρωστάρη άναβε τα ανάλογα τσουκνιστικά μέσα σ’ένα βύσαλο και μετά τονε θύμιαζε με το βύσαλο τρείς φορές γύρω γύρω και στο τέλος άφηνε το βύσαλο κοντα στα πόδια του αρωστάρη και με την κατάλληλη φορά του αέρα ο καπνός να πηγαίνη κατα πάνω ντου για να τσουκνιστή καλά που απο τσι πολλούς καπνούς εκρουγουντονε ο αρωστάρης και στο τέλος εντάκιερνε να βύχη απο το πολύ καπίτουλο ( ο βύχας και η δισπνοια σύμφωνα πάντα με το κομπογιανήτη γιατρό ήτανε ένδειξη ότι τα κακκά πνέματα φεύγουνε απο την μπούκα του αρωστάρη και άμα δεν μπούνε καινούργια θα γίνη καλά.)
Όποιος ήτανε φευγάτος απο το χωριό και ήτανε παομένος στα ξένα αυτός εθεορούντανε κοσμογυρισμένος αυτός πάντα είχε την κλήση και την προοπτική να γίνη ο ειδικός για γυθιές και να κάνη χρήση και στα τσουκνιστικά, γιατί εκεί στα ξένα έβλεπε και εμάθενε πολλά όπως το κοπέλι που θα δείτε παρακάτω στην ιστορία που θα διαβάσετε με μεγάλι προσοχή.
Εκείνα-να τα χρόνια ετούτο-νά το κοπέλι ήτανε το υστεροβύζι και είχιενε η μάνα ντου δώδεκα γενιές καομένα μα ήτανε στη ζωή μόνο τρείς θυγατέρες και πέντε αρσενικά κοπέλια. Ο κύρης των ετούτο νά των κοπελιώ ήτανε σκοτωμένος στην επανάσταση του 1897, και από κια καί ύστερα η κακομοίρα η μάνα ντωνε είχιενε αξωθή του Χριστού τα πάθη να τα μεγαλώση και να μην τα φάη τσι Τουρκιάς η μπάλα.
Ετούτο να δα το υστεροβύζι πρέπει νάτανε δέκα δώδεκα χρονώ ταμάνιμως, μόνο αφηνωμε το ένα και πιάνωμε το άλλο, το πήρενε ο μπάρμπας του που το αγάπανε καλιά απο τα δικάν του κοπέλια και εκατέβηκε μαζί και με την μάνα ντου στο Καστέλι, έκια δά, εσήμωνε ένα καράβι και εφόρτωνε και εκουβάλιενε πελέκια για την Αφρική καιεγρυκούντανε πώς τα ξεφώρτωνε στην Αλεξάντρεια. Έσάσανε τα χαρθιά που εχριάζουντονε το κοπέλι και το παραδώσανε του καπετάνιου να το δώση τού άλλου θείου του κοπελιού που ήζενε πολλά χρόνια στα ξένα , αυτός σάηκας πρέπη νάτανε έκια αναμαζωμένος παραπάνω απο εικοσι-πέντε χρόνους πρίν, όπως τωνε διηγούντανε η μάνα ντωνε και επικοινωνούσανε μόνο με γράμματα καιδέν τον είχανε ξαναθωρώντας μπλιό. Τό μόνο που εκατέχανε από ένομής του , μόνο πώς ήτανε ανήπαντρος και του λέγανε στα γράμματα να παντρεφτή γιατί αυτός είναι ο προορισμός του αθρώπου.
Το λοιπός πάνε το κοπέλι στο λιμάνι το παραδείδουνε του καπετάνιου και η κακομοίρα η μάνα ντου τόκλεγε σε ούλο το δρόμο και του παράγγερνε κιόλας με χίλιες δυό αρμήνειες, σέ όλο τον δρόμο δεν αρνέψανε τα μάθιαν τζι το κλάημα και το αναστουλούφωμα τού δεινε εφκιές και ότι εμπόριενε να πή του κοπελιού και εκάτεχιε όλα του τά λεγε μαζωμένα μέχρι να το ποβγάλη να πάη στα ξένα.
To κοπέλι εστενοχωρούντανε που εθώριενε τη μάνα ντου να κλαίη μα πιό πολύ εχαίρουντονε που έπήγαινε στα ξένα στου μπαρπαδή ντου, Σάν εφτάξανε στο λιμάνι εξεφορτώσανε το γάιδαρο τα πράγματα, εδώκανε το κοπέλι στο καπετάνιο και μαζί τα χαρθιά ντου τα πράγματά του πού τάχανε ομορφο σασμένα μέσα σ’ένα σταφυλοκόφινο καισε πύλινη φλάσκα είχανε βαρμένη τσικουδιά,και σ’ένα μικρό ασκί είχανε σακιασμένα καλά καλά παλιό κρασί (μαρουβά) και σ’ένα μεγάλο ασκί λάδι, Σ’ένα πετροκόφινο είχανε καρύδια ξερά δυό-τρία τυρομαλάματα δυο τρία δεματάκια φασκομηλιά για το βραστάρη, και ένα τσούκο ελιές, σ’ένα πύλινο γαλαφτιδάκι σύγλινα και ένα γράμμα. Ετούτανα δά τα πέμπανε πεσκιέση του θείου απο τα μαξούλια ντονε.
Ας είναι δά, για να μη τα πολυ-λογούμαι εμπήκιενε το κοπέλι στο καράβι εφύγανε και όλα ήτανε καλά η θάλασσα τσι δυό πρώτες μέρες ήτανε λάδι, το κοπέλι εξάνοιγε όλο πρός την πλώρη του καραβιού και έβανε την παλάμη του δεξού χεριού ντου στο κούτελο για να μήν τονε θαμπώνη ο ήλιος και είχε τα μάθια ντου καρφωμένα μπάς και δή την στεριά και ανηπομονούσε πότε θα φτάξουνε με την φαντασία του εσκεφτουντονε πώς θα δή αλιώτικους αθρώπους όπως έλεγενε ο δάσκαλος στα θρησκευτικά έκια είναι η χώρα των φαραώ, η γής της επαγγελίας, του εφαίνουντονε πώς, όπως ο γάιδαρος στο χωριό κάνη καβαλίνες θα πρέπη έκιαοι καμήλες να κάνουνε στο δρόμο χρυσάφι, δηλαδή εφαντάζουντονε σάν να πήγαινε στο παράδεισο και απόκια πού εφυγε μπορεί να ήτανε και η κόλαση που λένε. Και έκια που περνούσανε ούλα τούτανα απο το μυαλό ντου σιγά-σιγά εντάκαρε να κουνά το καράβι καί σάμε να σκοτεινιάση είχιενε τόσηνα τρικυμία που το καράβι εκαταχτύπανε απάνω στα κύματα και όλοι εβαστούσανε καφκιά και αδιάζανε συνέχεια τα νερά που μπαίνανε μέσα απο τα κύματα για να μη βουλιάξουνε. Ο καπετάνιος έβαλε το κοπέλι μέσα και τό φραξε σαν το ριφάκι για να μη πορίζη όξω να το πάρη η θάλασσα, μα αυτό εξάνοιγενε απο την τρύπα του ρόζου τσι πόρτας και εθώριενε όλα όσα εγίνουντονε, και εβάστανε με τα δυό ντου χεράκια να μη πέση κιόλας. Επέράσανε μεγάλο ζόρε μέχρι να ρθή πάλι η θάλασσα μπονάτσα και κάποια μέρα εβοήθησε ο θεός και εφτάξανε και έφταξε και το κοπέλι και στού περιβόητου θείου.Αυτός δέν ήτανε έτσα που τονε φαντάζουντονε, αυτός ήτανε ένας αραμπάτης και κακομοιριασμένος άθρωπος, ήρθενε στα ξένα και αντι να γενή πιο καλός απ΄’οτι ήτανε αυτός εκατέβηκε στο προ τελευταίο σκαλοπάτι τσι κοινωνίας, έπαιζε νε κουμάρι εδούλεγε και όλα του τα λεφτά τα έτρωε νε στο κουμάρι γιαυτό και δεν αγιάγιερνε οπίσω στο χωριό γιατί είχε μπλέξη και εντρέπουντονε να γυαγύρη για να μη τονε πέζουνε οι γι’αθρώποι, με ίντα μούρη ήθελα τσι αντικρίση. Όλοι ήθελα το ρωτούνε στα καφενεία στα σπίθια στα γύρω χωριά και αυτός ίντα ήθελα τωνε λέη. Καί έτσα απο ντροπής έκάθουντωνε στα ξένα....
Ας είναι δά το κοπέλι ήρθενε στου μπάρμπα ντου αλλά πράμμα δεν του άρεσε όσο είχε την όρεξη να φτάξη εδά είχε απογοητεφτή και έλεγε αμάν και τότε να γιαγύρη
Πάλι στο χωριό ντου, έπαέ πού ήρθενε όι γι’αθρώποι μιάζουνε σάν τζί αντζιγκάνους φορούνε σάν γυναικία ρούχα τσι κελεμπίες, μιλούνε τσαλαμπουρνέζικα, και αυτοί πιό πολύ μαγαρίζουνε απο τα δικά μας άπλιτα κοπέλια στο χωριό, του χτυπαρθούνι τα κοπέλια.
Εθυμούντανε τσι άλλους θείους στο χωριό που το κερνούσανε στο ντουκιάνι (καφενείο) και ετούτος σε έπαε είχιενε τσι συνήθειες των ντόπιο αθρώπω και ήτανε πιό ατζίγκανος από αυτούς.
Για να μη τα πολυλογούμε το κοπέλι αντί για καλύτερα εύρικε χειρότερα έμαθε και αυτό κουμάρη και επλεξε και με παπατζηδες και με τα χαρθιά έπαιζε το εδω παππάς εκει παππάς πού είναι ο παππάς έμαθε να λύνη και να δένη τα μάγια, γιατί όπως λέη και μιά παροιμία με όποιο δάσκαλο θα κάτσης τέτθια γράμματα θα μάθης, ακόμη όταν κάποτε εγιάγυρε παλι στο χωριό έκανε και αυτός γιατροσόφια με γυθιές και τσουκνιστικά και έκανε και χαμαήλια και εμοίραζε των ανθρώπω να φορούνε να μην τσι πειράζη το κακό πνεύμα.
Αυτός εγύτεβε ακόμη και τσι μελιτάκους (μυρμίγγια) μια φορά του λέη ένας γείτονας γλάκα και έλα στο αλώνι να μου γυτέψης(να μού διαβάσης) τσι μελιτάκους γιατί έρχοντε και μου πέρνουνε τον καρπό απο τσι θεμωνιές και δεν θα μου αφείσουνε μα την κοινωνιά μου δράμη καρπό σάμε να τονε αλωνέψω, και φεύγη και αυτός και κατεβαίνη στ,αλώνι και εβάστανε ένα κάρβουνο σβυμένο και μιά ψιλή κλωστή απο καρώλη και δένη ένα μελίτακα από την μέση και τονε βάστανε κρεμασμένο στη χέρα ντου κια’πόκιας εντάκαρε και του διάβαζε την γυθιά και την είπαινε τρείς φορές κι απόκιας με τη μαύρο κάρβουνο κάνη ένα σταυρό κιοπόκιας σταυρώνη μιά πλακουτσωτή πέτρα και την αφήνη απάνω στη τρύπα τσι μελιτακιάς κια πόκιας επαίταξε το κάρβουνο απάνω στη θεμωνιά, και την άλλη μέρα είχανε εξαφανιστή όλοι οι μελιτάκοι και δεν εξανα σύμωσε ούτε ένας κοντά οθεν το αλώνι. Και εμείς επηγαίναμε σε όλες τσι μελιτακιές και τσι ξανοίγαμε ΄και εθορούσαμε όλες τσι μελιτακιές χωρίς μελιτάκους με τσι τρύπες και τα μονοπάθια ντωνε αδιανά…………και εγκαταλελημένα…..
Στά γέρα ντου τό παιζε νε προφήτης και είχιενε αφητά μακριά ψαρά γένια και επόμεινε και ακούρευτος και έμοιαζε νε πιό πολύ με διάολος παρά για προφήτης
Και στα ύστερά ντου όταν έπεσε στο κρεβάτι, όντενε πόθαινε τσι μέρες που ψυχομάχιενε λένε όσοι ήτανε θρήσκοι και καθαροί πώς εθορούσανε και εμπαινοβιένανε κόκκινοι μελιτάκοι απο την μπούκα ντου , και ήτανε από κια που τσι γύτεγιε, τώρα αλήθεια ή ψωματα έτσα το λέγανε οι γι’αθρώποι.......Και πιός κατέχη…. μπορή κιόλας.