Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

TO ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ ( Ο ΘΙΑΡΜΟΣ )ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ...

( ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΑ ... Ο ..... ΘΙΑΡΜΟΣ...... )


Μια πετσέτα μια παραμάνα τσιτωμένη μετρημένη η πετσέτα απο τη μια γωνία ένα πύχη του χεριού σύν και ( μια παλαμη...) ... .. τεσσερα δάκτυλα......
Στο σημείο αυτό τοποθετήται και λίγο αλάτσι...
( αλάτι ψιλο ηρας η κάλας... ) και την διπλώνη με τέτοιο τρόπο σαν να είναι δεσπότης και την πιάνη απο το σημείο αυτο και ετοιμάζεται για το μυστήριο................

Ο ματιασμένος κάθεται κοντά στο επιστήμωνα και αυτός σηκώνη την πετσετα και κάνη τον σταυρό ντου λέγοντας........
Στο όνομα σου θεέ μου.... Αφέντη μου χριστέ μου... Αγιε Παντελεήμονα πρώτε γιατρε του κόσμου....
Ως κινησε ο θιαρμος Ο καημός ο μεγάλος καταποντησμός του παντίχνη ο δεσπότης χριστός και του .... Λέη..
- Που πας θιαρμέ ? ? ? Που πας καημέ.... μεγάλε καταποντησμέ ? ? ? ?
- Πάω δεσπότη μου χριστέ μου αλόγατα να ξεσελώσω ... ζευγάρια να ξεζευγαρώσω .... Αμπέλια να ξεράνω .... Και κόρη να μαράνω.....
- Πίσω θιαρμέ ..πίσω καημέ μεγάλε καταποντησμέ... Άμε σ’τσί μαύρες θάλασσες που πετεινοι δεν κράζουνε όρθες δεν κακαρίζουνε.....οι σκύλοι δεν γαυγίζουνε Και να λείψης απο το όνομα του θεου.... ( λέη ονομα ασθενή και συνεχίζη )..... Απο την ψύν ντου .. απο τους φλεμόνους του... Απο την καρδιάν του... Απο τα νύχια των χεριών του.. Απο τα νύχια των ποδιών ..... Απο τσι κόρες των ματιών του ....φύγε- φύγε -φύγε. Κύριε ελέησον ημάς ..κύριε ελέησον ημάς.... Κύριε ελέησον ημάς.... Αμήν....

Αυτα ολα θα τα επαναλάβη τρείς φορές..... Και το σημείο του αλατιου θα πρέπη να περιφέρεται πάνω απο το κεφάλι του άρρωστου (σε σημείου σταυρου .... )

προσοχη ειναι άξιον να αναφερθή ότι καθ όλη την διάρκεια χασμουριέται και ο ασθενής αλλά και ο πυρινικός επιστήμωνας..... γέγονε ......

ΚΆΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΗ ΤΗ ΓΥΘΙΑ ΜΕΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΧΗ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΗ ΟΤΙ ΛΕΙΠΟΥΝ ΛΙΓΑ ΔΑΚΤΥΛΑ..... ΙΣΟΝ ΜΙΚΡΟΣ ΘΙΑΡΜΟΣ.... ΕΑΝ ΛΕΙΠΗ ΌΛΗ Η ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΤΕ ΘΕΛΗ ΠΟΛΥ ΣΥΝΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΗ ΤΟ ΠΟΛΥ ΜΑΤΙ......

ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΝΑ ΕΧΕΤΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟ ΜΑΘΕΤΕ...........

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΞΕΝΗΤΑΔΕΣΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

O ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΞΕΝΗΤΑΔΕΣ

Μισο αιωνα πρίν ...και ακομη κάτι χρόνια....σ’ενα ορεινο χωριο του ψηλορείτη...
( γάμος εγένετο....και πλήθος κόσμου....κατ’έφθαναν για να συμετέχουν στο μέγα μυστήριον... Έτσι θα διαβάζαμε σήμερα κατα το θείον κατα Μάρκον....Ευαγγέλιον...)
Γάμος λοιπόν στο μικρο χωριο στις πλαγιές του Ψηλορείτη...και όλοι οι Χωριανοι μικροι μεγάλοι είχαν ανασκουμπώση τα μανίκια τους...στο να προσφέρη ο κάθε ένας ότι μπορή....για να πετυχη ο γάμος..... Και προπαντός να περάσουν καλά πρώτα οι ξένοι....και μετά όλοι οι άλλοι............
π.χ κατα αρχη...είχαν ορίση ένα χώρο για καφενείο...που αυτός που το έκανε ήταν ερασιτέχνης καφετζής.. Και νά πώς..!
Σε ένα σπίτι στη κουζίνα είχαν πάη τεσσερα καφάσα ανακατερές γαζόζες και πορτακαλάδες με το γάιδαρο... Ένα κουτι καφε ένα δυο κιλά ζάχαρι και δυο βάζα βανιλια και είχαν ένα τέλειο καφενείο για τους καλεσμένους του γάμου.... Και διαρκούσε όσες μέρες διαρκούσε το γλέντι του γάμου..... Στο τέλος ότι περίσευε το αφήνανε στο σπιτονοικοκύρη του σπιθιού και τα κοπέλια ντου εποτρώγανε τη βανίλια.....
Το σημερινό cetering.....ήταν το τότε λεγόμενο πικιεριό.....με τον ( seff ) = πίκιερο.... Αυτός .ηταν ο γενικός διευθυντης και διαχειριστης στο ψησιμο στο σερβιρισμα όλης της τροφοδοσίας στα τραπέζια του γάμου... Ο νοικοκύρης του γάμου του εκανε ανάθεση όλη τη λάτρα του γάμου και του παρέδιδε τσι μαγατζέδες του με όλα τα υπάρχοντα του ....’οπως τον αριθμο των ατόμων των καλεσμένων.... ( τοτε ο αριθμός των καλεσμένων απο 80 εως 250 άτομα.... σήμερο 800 έως 3.500 ατομα ...
Αλήθεια που? ? Βαδίζομεν ????...άς μας βγή σε καλό...)
Ο πυκερος λοιπόν γενικο κουμάντο για όλα τα χρειαζόμενα...Τα πόσα κιλά κρέτα .... Ποιά κρασά και τσι τσικουδιές θα σερβίρουνε...πόσα σερβίτσα θα στρωσουνε... Απο τσι καρπούζες...πόσες θα χρειαστούνε....... Και τα σαλατικά και ότι άλλο μπορη να χρησιμοποιηθή στη τελετή του γάμου....τότες ακόμη δεν ειχανε ανακαλύψη την χαρτοπετσέτα και το πλαστικο πιατο ..... Όλα ήτανε υφαντά και σπιτικα τα σερβίτσα των καλών νοικοκεράδων........... Που τα ειχανε η κάθε μια καπου μαρκαρισμένα για να τα ξεναξεχωρήση στο τέλος να τα ξαναπάρη πίσω χωρις να μπερδευτούνε με καμοιάς αλληνής ...........
Αυτός επρεπε να υπολογίση ώστε να καμη το κουμαντο του να φάη όλος ο κόσμος και να ικανοποιηθουν όλοι οι καλεσμένοι όλες τσι μέρες που θα διαρκούσε το γλέντι......
Μέσα σε όλη αυτη την αναλωμή και την αναμάζωξη μπορούσε να δημιουργηθουν ( τόπος επικοινωνιάς )... καινουργοι δρομοι στη τοπικη κοινωνία.....καινουργια προξενια αγοροπωλησίες οζών.... χωράφια ...συντεκνιές.....και να μετακινηθούνε παράνομα μπιστόλια και να αλάξουνε χέρια....κλπ........
Σε μια τέτοια αναμάζωξη λοιπόν.. ένας ντελικανης ξενοχωριανός εμπεγέντησε νε μια κοπελιά ξενοχωριανη... στο γλέντι..... και ποιά ;; Θαρήτε... Την θυγατέρα του πίκιερου την ώρα που τσι φώνιαξε νε να σημώση να τσι δώση μέσα στο πικιεριό....απο το τσικάλι μιάολια βραστό .......εκουτελώσανε και του μπηκιενε στο νου ντου.....και καθ’ολη τη διάρκεια του γάμου δεν την εβγαλε απο τα μάθια ντου.....
Και γιαγέρνη στο σπίτι μετα το γάμο.. και λέη του κυρού ντου......( το... και...το....)
Έτσε και τσέε.......τάδε που είδα μια κοπελιά και είναι του τάδε ......θυγατέρα..... Μόνο να βρης ...να πέψης προξενητή είσαμε
το σαββάτο .....γρηκάς το......... γιατι είναι απο καλη οικογενεια και είναι μέσα σε πολλούς αδερφούς μεγαλωμένη... Και γατέη να στέση σπίτι....γιάε στριφογυρίζου.... Γιατι η κοπελιά είναι τσι παντρειάς.... Και θα ξανοίγουνε οπωσδήποτε.. και απ /αλλού...και φοβούμαι να μη την νε τάξουνε ποθές....(..σε..όλη τη συζητηση εγρυκανε και η ε;ρμανα και έμπαινα και αυτη στη κουβέντα και εσυμπληρωνε και αυτη το κάθε τι... Με το δικό ντζι τρόπο
Μπαίνη του κυρού ντου η εγνοια και το δούλεγε στο μυαλό ντου ..... Και το βράδυ απής εθέκανε οι γονέοι στα κοιμητόρουχα για πολύ ώρα το κουβεδιάζανε...... Και το συχνογυρίζανε........ Απ’ολες τσι μεριές......
Στο τελος αφου τα ειδαν όλα θετικά και ευλογημένα..... εβρηκανε και το προξενητή.... Ανθρωπος της εμπιστοσυνης.... Φίλος ....ομιλητικός..και κοινός και σ’τσι δυο μπάντες για να είναι και ευπρόδεκτος και εκια που θα πάνε......και να μπορη να ξεπεράση...όλες τις τυχον δυσκολίες .....που θα διμιουργηθούνε,,,,, αναμεταξύς τους...απάνω στη κουβέντα......
Το σαββάτο λοιπόν ο πατέρας του ντελικανή και ο προξενητής ..... Παν’ετοιμοι και φρεσκοξυρισμένοι και καλοντυμένοι ......ξεκινούνε για το κοντινο χωριό είχιε σκοτινιάση ολοι οι χωριανοι είχανε μαζωχτη στα σπίθια τους και αυτοι που κυκλοφορούσαν ακόμη όξω ήταν ελάχιστοι και έτσι δεν εκινούσαν καμοιά υποψίαν... Καβαλάρηδες λοιπόν φτάνουνε οι προξενητάδες στο σπίτι τσι κοπελιάς καλά νύχτα χωρίς να τσι δή κιανής και το μόνο πως εκαμανε το σταυρό ντωνε πρίν ξεκινήσουνε....
Το λοιπόν χτυπούνε τη πόρτα και των ανοίγουνε και εκεινη να την ώρα εκαθουντονε όλη η οικογένεια στο τραπέζι και εδειπνούσανε..... Καθήζουνε και αυτοί και συμώνου νε στη παρασιά να πυρωθούνε..... Και απής εποφάγανε εφυγανε όλοι και επομείνανε μόνο οι δυο ξένοι αθρώποι ο πρωτό τοκος γυιός και ο πατέρας τσι κοπελιάς. ...... Ο οποίος θεώρησε πως ήλθανε και γυρένε πράμμα χωράφια..... να παχτώσουνε (να ενοικιάσουνε )....γη ειναι ρωτηχτάδες... και θα ρωτουνε πράμμα χαημένα ζα...που θα των έχουνε κλεμμένα.... πόθες... Μπαίνη στη κουβέντα ο προξενητής και αρχιζη να επαινά την οικογένεια τό’να τ’άλλο και πέρνη απάνω ντου όλη την ευθύνη να φέρη αυτη την ώρα σε πέρας.... Αυτο το μυστήριο... Το οποιο ειναι μυστήριο να μπορέσης να ενώσης δυο ανθρώπους να ζευγαρώσουνε και να πορευτούνε στη ζωη μαζί δημιουργώντας οικογένεια αναπαράγοντας μετά απογόνους .. Απο γενιά σε γεννιά ... ( ανα τους αιώνας...... Αμήν... )
Ο πάτέρας τσι κοπελιας για να δείξη τον εύκολο εφερνε λιγο δυσκολίες .. Ταχα να το αφησουμε και να το ξανα κουβεδιάσουμε την άλλη βδομάδα.... Να το γράψη και τω κοπελιό ντου που το ένα είναι φαντάρος και το άλλο είναι στη αθήνα....
Ο προξενητης όμως αντιδρά... Κουβέντα στη κουβέντα εφτάξανε περασμένα μεσάνυχτα..... Θέλη να το τελειωση γιατι διαφορετικα αμα μεινη μπορη μεσα σε μια βδομάδα πολλά γινοντα και πολλά μεταλάσουνε ...Και μια στιγμη γυρίζη και των νε κάνη
- Εμεις κουμπάρε δεν το κουνούμε απο παε απόψε... Αν δεν το τελειώσωμε ....
- Εμείς κουμπάρε δεν θέμε μπάμμα όξω το κορμη τσι νύφης ....
- Μα ίντα λέτε εδά εκιά ... Έτσα θα το βγάλω εγώ το κοπέλι μου όξω αυτη και τα προυκιά ντου έχη καομένα .. Και το σπίτι ντου θα του κάμω και θα πάρη ότι περουσία του ανοικη στο αδερφομοιρη ντου .......
Στη νυστεριά αφου εδρομολοήθηκε το πράμμα λένε τσι μάνας που έφερνε και ετραταριζε νε συνεχεια ήτανε στη κουβέντα και εγρυκανε.... μα δεν έβγανε νε σφήνα...
Πότε πότε εγύριζενε ο άντρας τσι και τσι λεγε ...
- Εσυ ίντα λές ??
- Καλο και ευλοημένο νά’ναι... Και ότι πη ο θεός.....
-Άμε δα να ξυπνήσης τη κοπελιά...
Πάη η μάνα μέσα ξυπνά τη κοπελιά απο τα κοιμητόρουχα και λέη .... τσι βάστα παιδί μου απο του... και ελα μέσα γιατι ετουτηνα οι ξένοι αθρωποι που ήρθανε απόψε είναι προξενητάδες και ήρθανε για του λόγου σου..... Η κοπελιά εντακαρε και εκλαούριζε νε και προβέρνοντας στη πόρτα λέη ...... Κλαψουρίζοντας..
- Ιντα όξω με βγάνετε .....
Εποφαγά σας πετέρα το ψωμί ??????
- Φέρε παιδι μου να μας σε κεράσης .......
Υπιανε απο τσι νύφης τα χέρια είπανε η ώρα η καλή ευχηθηκανε εφιλησε του πατερα τσι και τσι μανας τσι τη χέρα και τη χέρα του καινούριου πατέρα (του πεθερού τζι...)

Και εδώσανε τα χερια...

Και εζησαμε εμεις καλά και αυτοι καλύτερα.............με πολλούς απογονους........... Και με μια κουλουκιά αθρώπους.......ΟΛΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ......

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

ΟΙ ΑΦΕΝΤΑΔΕΣ ΤΟΥ ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΥ ΠΡΙΝ ΜΙΣΟ ΑΙΩΝΑ,,ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Την ημέρα του Αγιού Νικολά στο μετόχι

Εκείνη να τη ημέρα σε όλα τα σπίθια το πρωί είχανε ψημένα ξυνό-χοντρο γιατι ήτανε πολύ βροχερη μέρα γιατι απο... αποσπέρας εντάκαρε και έβρεχε και δεν εστάθηκε όλη νύχτιως τσι νύχτας..... μόνο εχάλανε ο θεός το κόσμο.. Έτσα το λάλιενε και τό ρειχνε νε το νερό με τα σταμνιά και εκατεβήκανε τα ρυάκια θάλασσα εσπάσανε πολλές βάγγες εχαλάσανε δέματα και σε όλα τα χωράφια εγενήκανε πολλά ρυακο - φαώματα .... Εξυπνήσανε οι μετοχιανοί το πρωί φοβησμένοι απο τη θεομηνία και το κακκό και ένας ένας επόριζενε όξω απο τη πόρτα ντου να δη καποιον άλλο να σχολιάσουν την αποψινη βραδυα...πρώτος επόρησε νε ο ΜΙΣΟ-ΧΑΡΑΛΑΜΠΗΣ και έγυρενε οθεν τη μπάντα του αξαδέρφου του ειχιενε και πιο πολύ θάρρος και να του πή και τη εορτη του γιου ντου που ελειπε χωροφύλακας .
- ΧΑΙΝΟ-ΖΑΧΑΡΗ χρόνια πολλά να χαίρεσε το Νικολή σου..
-Καλά νάσε και σύ Χαραλάμπη να χαίρεσε τα κοπέλια σου......
- ίντα σου γράφη από κια που είναι καλά είναι να κατεβη θέλη λέη οφέτος.....
- Έτσα το λέη γιά να δούμε....
- Μα ίντα πραμμα ήτανε πάλι ετούτο να είπατω πως ήθελα βουλήση το μετόχι...
- Είμαι άτοιμος εφοβήθηκά το
- Τα αστροπελέκια έκουσες τα ?
- Κιαμε δεν’τάκουσα έκανε δυο τρείς μεγάλες αστραπές που έλαμψε νε ο κόσμος κια πόκιας ερειξε τα αστροπελέκια...
- αυτά πρέπη να πέσανε έπαε κοντα γιατί μούσβησε νε και η λάμπα....... και εσείστηκιε νε το σπίτι........Απάνω στη κουβέντα προβέρνη και ο ΦΕΤΟΚΟ-ΘΩΜΑΣ απο το ταρατσάκι.... Εεεε το άτιμο αποψε είπατω.. Πως δε θα ξημερωθούμε.... Όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι..... .ελεγα πρεεε συυυύ....η ώρα το βάνη να πογύρη το μετόχι στο ποταμό..... Θυμάστε ίντα εγίνηκε το κακκό Μάη που εβούλησε νε και εχάθηκε νε η Αγιά Παρασκή...... Θαρείτε πως τό ΄θελε νε πολύ ? Στη τρίχα μα το θεό.... Άγιο είχαμε βοηθό μόνο να το κατέτε.... Θέε μου προσκηνώ σε εγλητωσες μας παλι απόψε..
Ζαχάρη χρόνια πολλά να χαιρεσε τ’όνομα εξάχασατο’ λωώ... Γράφη σου κιανένα γράμμα ο δικός εμένα μούγραψε νε και τονε μεταθέκανε λέη στο παλάτι....
- και μένα τον νε μεταθέκανε εδα στα σφαγεία......έφηγε νε απόκια που ήτανε.
Στη μουρνιά επρόβαλε νε και ο ΚΕΦΑΛΟ-ΓΙΑΝΝΗΣ που εβάστανε την ομπρέλα ντου και επρόσεχε να μη του τη σπάση ο αερας ογρασά εχη σήμερο μωρε ογρασά μα τη κοινωνιά μου απόψε όσοι ετύχανε όξω θα νε ποθάνανε νάσε ν’εχωμε ράδιο ήθελα γρύκας ίντα ν’ήθελα γίνεται.... Γείτονα χρόνια πολλά να χαίρεσαι το γιυό σου...άνοιξε το ραδιο του ζαχαράκι να κουσωμε τσι ειδησεις.. Στη νυστεριά εφήκε ντο... και έφυγε γη....επήρεντο...??.
Εφηκιε ντο μονο επόκαμε νε και η μπαταρία.... κ’αυτη είναι ξαργοτάρηκη και δεν κάνη άλλη.....μπαταρία..
Σήμερο είναι ογρασά και τα οζα δεν κάνη να πορίσουνε όξω Ειπενε και ΣΚΑΛΙΔΟ-ΜΑΝΩΛΗΣ και επροβαλε η μούρη ντου αθόρυβα στη πόρτα με το μουστακάκι ντου σαλιομένο και καλοστριμένο...΄μονο να πα....των νε. κόψωμε..μιαολά κλαδί και να δώσωμε στα χοντροζούμπερα (,,, ενοούσε... αγελαδες και γαιδούρια ) κανενα κοφίνη κόντυλα και κανα δυο κοφίνια αγκιναροφυλλα.....αυτα εκουβεδιάζανε..είπανε και του σκαλιδομανωλη ευχες..για το νικολή ντου....και μετα απο λίγο...εβρεθηκανε να τρώνε όλοι κουβαρητους με τσικουδιά κιοφτέρια και συκοπιταρήδες και αργοτερα πετεινους...και να...ξανα λένε ευκιές στο σπίτι του απόντα εορταζόμενου....... ελεγανε αποσιγανα μαντιναδακια......και.. σαν να ήτανε παρών......
ο... Απώντας.....εορταζομενος.....

Τρίτη 11 Αυγούστου 2009

ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΤΑ ΑΣΒΕΣΤΟΚΑΜΙΝΑ

Μέχρι μισο αιώνα...... και ....πρίν στο Μυλοπόταμο έσαζαν ασβεστοκάμινα και ήταν και ο πιο κατάλληλος τόπος γιά τέτοια δουλειά.... Για να κάμη κιανής καμίνι θέλη άλιαστη πέτρα ( δηλαδή να μην την έχη δη ο ήλιος ) και θέλη τόπο που να βγάνη κλαδιά και να μην είναι η μεταφορά ύστερα κακομπάντιδι.....( να μην είναι δύσκολη).
Εδιαλέγανε λοιπόν το τόπο γερτό και εκάνανε ένα λάκκο στρογγυλό μέσα στη γής που να έχη διάμετρο κοντα στα δυο μέτρα και απο την χαμηλή πάντα( απο μπροστά ) που θα έχη πόρτα για το τάισμα ( δηλαδή..που θα του πετουνε τσι φουντες για να το καίνε ) θα πρέπη να έχη βάθος κοντα στο μέτρο.....
Όταν λοιπόν εσάζανε το λάκκο εκουβαλούσανε και τη πέτρα και τη χτιζανε ξερωλήθι το τοίχωμα ντου και την οροφη
( χωρις λάσπη )..ήταν σε μικρογραφία όπως οι ανεμόμυλοι της μυκόνου χωρίς το μύλο και να είναι τα 3]4 χωσμένοι μέσα στη γής, μπροστα αφηνανε ένα πορτακι 40 Χ 50 και στο ψηλώτερο σημείο δεξια αριστερα δυο σκαλοθυρηδες για καμινάδες τκαι του κουβαλουσανε απο τα γυρω χωραφια κλαδιά και το ταίζανε γυρω στα 10 μερόνυκτα και μετα άμα ασπρίζανε όλες οι πέτρες ειχε γίνη ό ασβέστης ..... το αφήνανε να σβήση και να κριώση και το ανοίγανε..... Απόκια ύστερα επλερώνανε τσι εργατες τους ιδιοκτητες των χωραφιων που είχαν την πέτρα και που είχαν τα κλαδια... /ολοι επέρνανε την πλερωμη σε ασβέστη... Σε σακκιά σε γομάρια.... Πρέπη να αναφέρουμε πως ο χειρότερος εχθρός του ασβεστοκάμινου ήταν βροχη...το πάρε δώσε του ασβέστη πάντα ήταν άσβηστος σε ασπρες πέτρες... Ακόμη και στη μεταφορά του που γινόταν στα κοφίνια ή με φαρδάκια εάν έπιανε βροχή και ήτανε φορτωμένος ο γάιδαρος έλειωνε ο ασβέστης έσβηνε ανέπτησε μεγαλες θερμοκρασίες και εκιεγε και το γάιδαρο...( συνήθως τα πόδια ντου.. ) ...
Τίς μέρες που γινόταν το ψήσιμο του καμινιού.... Η μεταφορά των κλαδιών απο τα γύρω χωράφια.... γινόταν με τους εργάτες με τεράστιες σούβλες ξύλινες 5 - 6 μέτρων όπου κάρφωναν τα κλαδια (όπως κάνη σήμερα ο σουβλαντζής το κρέας στο καλαμάκι )...κια πόκιας τηνε σήκωναν στον όμω τους και την πήγαιναν στο χώρο του καμινιού..... Και έβλεπες απο μακρυα ένα παράξενο όγκο να μετακινήται πότε πρός τα δώ και πότε πρός τα κεί..... Όπως είπαμε και παραπάνω όλο το πάρε δώσε ήταν με είδος ( ΜΕ ΑΣΒΕΣΤΗ.... ΚΑΙ ΤΑ ΕΝΣΗΜΑ.... ΚΑΙ ΟΙ ΥΠΕΡΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΤΑ ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΑ.... ΚΑΙ Η ..... ΑΤΑ ..... ) Και πέρνανε όλοι το μερίδιο που τους αναλογουσε και ασπρίζανε τα σπίθια τους κάτασπρα χιονάτα.....

ΤΑ ΚΑΜΙΝΙΑ ΤΣΙ ΠΕΡΑΣ ΡΙΖΑΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΤΑ ΚΑΜΙΝΙΑ ΣΤΑ ΧΑΝΙΑ ΤΣΙ ΠΕΡΑΣ ΡΙΖΑΣ

Αυτόν τον μισό αιώνα που μας πέρασε έγιναν τόσες γρήγορες εξεληξεις στο άθρωπο που δεν ξανάγιναν απο ντε νε στάθηκε ο κόσμος... Και πέρνομε παράδειγμα ....το αλέτρι για το όργωμα ... Με της αγελάδες...η γενειά μας το βρηκε αρχικά όλο ξύλινο.... Μετά έγινε το υνι σιδερένιο...αργότερα έγινε όλο το αλέτρι σιδερένιο... Μετά το τρακτέρ... Και μετά η εξαφανιση τους ήλθαν οι επιδοτησεις τα κινητα το ιντερνετ ....κλπ.....κλπ..
( Τα ύστερα του κόσμου ) ....
Και τωρα ειναι δίπλα μας...ι.... οι θανατηφορες κεραίες των κινητών που συναντουμε απο δω και απο...κει

Ας είναι δα μόνο πιάνομε το ενα και αφήνωμε το άλλο........
πρίν μισο αιώνα λοιπόν σε όλα τα χάνια του μυλοποτάμου εκάνανε καμίνια και εσαζανε κάρβουνα και ετροφοδοτούσανε τσι πολιτείες.......τα χάνια αύτα ήτανε κατα μήκος της παλιάς εθνικής οδικού άξωνος που συνέδεε το Ρέθεμνος με το Ηράκλειο..... Και επειδή τότες όλοι επορπατούσαμε με τα πόδια... Αυτά που ξέραμε ήταν του κρυμίζογιάννη στη Γαραζανοι καμαρα που απο τα πολλά λεφτά και κέρδη εξέχασε να παντρευτή και επόμεινε μπεκιάρης.το άλλο ήτανε του μπαόνι τη μπαράγκα όπου περνα ο παραπόταμος τσι Κοπράνας και του Λαλαδαύτου .... Πιό μέσα ήτανε το κέντρο του πολυμήχανου Βαργιαμπασογιάννη... Ακολουθούσε στο δισταύρι των απλαδιανών του Αγγελολευτέρη και στη γάγλα τσι πλατωτής ήτανε οι Τρούλιδες........όλοι τους πρέπη να ήτανε καλά οργανομένοι και είχανε δικά ντωνε αυτοκίνητα μάλλον ......
( τους γερμανικούς καρνάβαλους... ) ...
για όλες τους τις μεταφορές...
Αυτοι ήτανε τα κέντρα περισυλλογής ξυλείας...και του χαρουπιού όταν ήταν η εποχή ντου.... Και η κύρια διανομή του πρινένιου ξυλοκάρβουνου....στη χώρα....
Μεταξύ υπήρχε μια μικρη εμπορική διαφορά το ζίασμα το κάνανε με το καμπανό δηλάδη ένα ξύλο στο όμω εκρεμούσανε το καμπανο και εζιάζανε Ο ένας έκλεφτε στο ζύγι μιάολια ο άλλος ήτανε μια δεκάρα ποιό φτηνός απο άλλο ..ό ένας επλέρωνε αμέσως ο άλλος την άλλη μέρα κλπ..
Τα περισότερα ξύλα που κόβανε τότε ήτανε τσι κορφής ( κουλούκωνα) δυσκολη δουλειά και γολγοθάς η μεταφορά τους....εδιαλέγανε για τη μεταφορά γαιδάρους δυνατούς και αμουνούχιστους.. Τσι φορτώνανε με τα πρινόξυλα απο τη κορφη και επειδη είχε πολύ τσούρλα και κατηφόρα εδένανε στα πίσω σκαρβέλια ένα σκοινή για να τονε σέρνουνε όπίσω να μη τσουρίση.... Και εκατεβαίνανε φορτωμένος ο γάιδαρος και στη μέση ξύλα μεσοσόμαρα ... Να βαστα και στο όμω το πιό μεγάλο κουτσούρι...να γίνεται μάχη η διαδρομή απο τα βοθώνια να κατεβη το βατέ να φτάξουνε στο αμαξωτό......
Εκεί σύχναζαν βοσκοί - ζωοκλέφτες - εμπόροι όπλων και πυρομαχηκών.... χαρτοπαίχτες κλεφτοκοτάδες... Κλεφτομπουρνελάδες.... ως και λοιπά κακοποιά στοιχεία της υπαίθρου .....
Συγγεκριμένα μια αργαδυνή στη παράγκα
του μπαόνι ξεπέφτουνε δυο ζωοκλέφτες μετα τα μεσάνυχτα και επειδη είχιενε ένα δωμάτιο λέη ο γυής τ’αλλού... - άντες μέσα να θέσωμε μιάολια και μετα θα πάμε στο προορισμό μας
Μέσα είχιενε ένα δυόροφο στρατιωτικο κρεββάτι απάνω κάτω χωρίς στρώμα στο έπάνω ήτανε μόνο ο σουμιές και το κάτω είχιε νε αντι για στρώμα πατημένες θρύμπες.......
Συμώνουνε στη πόρτα τη βρείνουνε κλειστη και μέσα ήτανε άλλη και ερουχαλίζανε....
Χτύπούνε οι απ’οξω και ξυπνούνε οι απο μέσα...
- ποιός είναι μώρε.....
- αστυνομία μόνο να βγήτε ΄΄ενας - ένας με τα χέρια στη ανάταση.( λέη ο ένας και έκανε τη φωνη του τότε διοικητή.....) και να μη διανοηθητε κανείς... να καμη καμια ....τρέλα.
Μέσα στο σκοτίδι ανοίγουν την πόρτα πορίζη ο πρώτος του κάνουν στη πόρτα σωματική έρευνα ακολουθή ο δεύτερος
- βγές τε και φύγετε .... Καλα σας είναι ..να κοιμηθούμε νε και μής μιαολιά.... Ήτανε και αυτοι ζωοκλέφτες και φίλοι και έβάλανε τα γέλια και εχοράτεγε ο ένας τον άλλο και επαίζανε τα μούτρα ντωνε..........

ΤΑ ΚΑΜΙΝΙΑ ΤΣΙ ΚΟΡΦΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα καμίνια τσι κορφής
( τα ξυλοκάρβουνα....)

Πολύς ο κόσμος στα χωριά πολλά κοπέλια δύσκολη η ανατροφη ντωνε ακομα δεν υπήρχαν οι επιδοτήσεις και τα λεφτα ήταν πολύ δύσκολα...... Οι μεταναστεύσεις ήταν ακόμη υπο σκέψιν...και τα δεντρίλια..ήλθαν πολλές δεκαετίες αργότερα΄...η μόνη αδιέξοδος ήταν τα καμίνια εκτος τσι ζωοκλοπής... Φεύγουν λοιπόν σαν συζεψά δυο νοματοι και ντυδέρνουνε στη κορφη με τσι γαιδάρους θεωρίσανε πως στη τρούλα τσι κορφής .... Απο τη πίσω μπάντα πρός τη πλευρά τσι θάλασσας ( στα καλογερόλακκα ) έχη τόπο για για καμίνι εχη σώπατο χώμα και ξύλα μπόλικα..... Πέρνουνε και ότι χρειαζόμενο χρειάζεται πριζιώνια μανάρια.... κλαδευτήρους μαναράκια ψωμια ελιές ντάκους κρομύδια τσιγαρα πυρόβολους και μια κανίστρα νερό ( το νερό ήταν με το σταγονόμετρο ) είχαν τη στερνα τσι εκκλησας του τιμίου σταυρού για ασφάλεια... Αλλά πάντα ήταν πολύ δύσκολο γιαυτο μένανε όλες τσι μέρες άπλυτοι λίγο τα δάκτυλα και στα χείλια για να φευγη η καρβουνίλα και η καρβουνόσκονη την ώρα που τρώγανε... Και λίγο στα μάθια το πρωί να φεύγουνε οι τζίγκρες..... Θυμούμε πως εκατέβηκιε νε ένας στο χωριο και όπως ήτανε μαύρος απο τη καρβουνίλα και την απλισιά........ τα κοπέλια τσι γειτονιάς και τα δικά ντου δεν τονε γνωρίσανε και εσπάσανε και εφύγανε γιατι εθαρούσανε πως ήτανε αράπης της αφρικής και τρώη τα κοπέλια............

Δευτέρα 10 Αυγούστου 2009

Η ΡΟΔΙΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η ΡΟΔΙΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΥ
Μια μερα φθινοπορινή εμφανιστίκανε τρεις τέσσερεις άγνωστοι με ένα κίτρινο τρίσποδο και εγυρίζανε στα χωράφια..... Χωρίς πολλά πολλά... Και επεράσανε απο την απο κάτω μπάντα στο μετόχι και εγύρανε πέρα.....
Την άλλη μέρα η μια γειτόνισα ερώτανε την άλλη ..
- Μα ίντα μωρέ εγυρεύγανε ετούτινα οι γι αθρώποι και αβαστούσανε εκείνο να το εργαλείο και το στένανε απο πέρα και απο πόδε και εξανοίγανε... Και εγύρανε πέρα.... Κιαπόκιας το ξεσταλιστο εγιαγύρανε και εφύγανε ? ?
- Αυτοί λέη ήτανε μηχανικοί και εμετρούσανε και θα μας σε σάσουνε λέη το δρόμο ν’άρχοντε τα αυτοκινητα να περνουνε απο παε απο κατω να γέρνουνε πέρα να σταματούνε στο πέρα μετόχι.....
- Καλά - καλά θα το κάμουνε γιατι έχωμε επιχειρηματίες με φορτηγά με λεωφορεία με τρίκυκλες μηχανες εχωμε τόσους σας οδηγούς και εισπραχτόρους..... Και αμαξωτό δεν έχωμε.... Μόνο παρετούνε τα αμάξα πέντε χιλιόμετρα αλάργο στο άλλο χωριό και πάνε και έρχοντε κάθε μέρα με τα πόδια βρέξη χιονίση...και πέρνουνε τα αμάξα και γέρνουνε στη χώρα......

Πραγματικά εμετρίσανε οι μηχανικοί εμετρίσανε εγιναν φαινεται και τα συμβούλια που έπρεπε... Θα βγήκαν και οι αποφάσεις.. Και μια ταχινή εντακάρανε και εχαράσανε το δρόμο εδουλέγανε εργάτες με σκαλίδες κασμάδες πριγιόνια και εκογανε ελιές δρυάδες... Χαρουπές... Και ότι εμπόδιζε απο τη φύση...Ήταν γλέντι πραγματικό κανείς δεν κουραζόταν δεν υπήρχε ώρα για καφε κολατσό οκτάωρο δούλευαν όλοι για το καλο του χωριού με μαντινάδες αστεία φωνάρες παιγνίδια εβανανε στοίχημα ποιός θα μπή στη τσιμεντένια σωλήνα στο καμαράκι του ρυακιού.... Και ήταν όλες οι μέρες ένα παιγνίδι γιά όλους΄.... Μπροστα επηγαιναν οι εργάτες και πίσω εκλούθανε μια πράσινη μπολτόζα με μια σιδέρα σε σχήμα πί ....πάνω απον οδηγό και τεσσερα πέντε συρματόσχοινα που ανεβοκατέβαζαν το ξυράφι και έκοβε δεματα τα σωπατα τσι τσούρες και κανε όλα ντρέτα και εχτύζανε και δεσές( ξερολιθιές).... στα περάσματα στα ρυάκια με σωλινωτά τσιμεντένια καμαράκια.... Και επειδής ήτανε ολος ο τόπος καλιεργήσημος και χωματσούρα εγίνηκε γρήγορα ο δρόμος....
- Σαν εφταξε η ώρα να έλθη το πρώτο αυτοκίνητο.... Αυτο που έκανε μεγάλη εντύπωση ήταν η ροδια του πρώτου αυτοκινήτου που έκανε και αφηνε πλουμιά σε κάθε στροφή.... Και τηνε τσακωντανε τα κοπέλια αυτη είναι δική μου.... Και η άλλη είναι η δική σου....γιατι στο ίσιο δεν εδειχνε πλουμια γιατι ειχε μόνο μια ροδα καλη και οι άλλες ήτανε παλιές ποφαωμένες.............. Και πολυδουλεμένες...........Αυτό το πρώτο λεωφορείο όταν πρωτο ήλθε.. Εμποδηζαν στο δρόμο τα κλαδιά των δεντρων γιαυτό ανέβαινε σε κάθε χαμηλό δεντρό στη οροφη ο εισπράκτορας- ( βοηθός του αυτοκινήτου ) και με ένα μαναράκι έκοενε τσι φούντες για να κάμη τόπο να περάση το αμάξι να μη το γρατζουνίση οι νοικοκεράδες..ετρέχανε και εχαρίζανε κεντημένες ποδιές και κεντήματα ή πατανίες ή ότι είχε η κάθε μιά σαν δώρο σε όλα τα δικα τους αυτοκίνητα.

Η ΘΕΙΑ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ ΚΑΙ Ο ΦΥΓΟΔΙΚΟΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το ξαγοράρισμα.... ( η θεια εξομολόγιση) στα μετόχια.....

Τα παλια χρονια στα μετόχια ( μικροι οικισμοι απο 5 - 10 οικογένειες ) είχανε μικρές εκκλησούλες που λειτουργούσανε μια ή δυο φορές το χρόνο.... Και σε ανάγκη σε κανένα μνημόσυνο η εάν κανης τον έπερνε ο θεός κοντά του..ο πίσης...ή... ο.μακαρούνης..... ( σήμερα το λέμε εκοιμήθη...)
Στα μετόχια λοιπόν μια φορα θα ερχότανε ο συνηθισμένος παπάς για εξομολόγηση....καποιου διπλανου χωριου ( εκει υπηρχαν μπόλικοι παπαδες γιατι ήτανε κεφαλοχώρι ).... Γιατι θα λειτουργούσε τη κεριακη ..... Ειδοποιουντε τα σπίθια.... Και γυρίζη η νύφη και λέη τσι πεθεράς τσι που εσηνορίζουντονε πια θα τη βγη τσι αλλής......
- Γιάεε αύριο θα ρθή ο παπάς να ξαγορέψη γιατι θα λειτρουήση μεθαύριο μόνο να πάς να ξαγορευτής....μόνο ετούρκεψες που έχης είκοσι χρόνια να πάς να ξαγορευτής.....
Και γυρίζη και αυτη και τσι κάνη....
- Να πω κοντό θεέ μου..... Ίντα ? εκείνα...να που μου ξώνετε.....
Και απαντα χαριτολογόντας η νύφη
- Όη αυτα θα τα πούμε νε .... Εσύ θα πάς να πης αυτά που μας σε ξώνης εσύ.........

Ο παπάς λοιπόν πήρε το γαιδουράκη ντου απο το χωριό ντου, ήλθε στα μετόχια πήγαν οι μετοχιανοι είπαν ότι τους βαραίνη τη ψυχή τους τού κάμανε και ραέτι.... Και λίγο πρί να βασιλέψη ο ήλιος αφου είχε τελειώση το έργο της θείας εξομολόγισης....πήρε το δρόμο της επιστροφης........
Όταν είχε σωπατίση στο προβαρμα στο μασκάλι στο κουλεδάκι απο πόδε.... Κουτελώνουνε με το γέρο χτυπαρθούνι που ελάλιενε το ζευγάρι και εγιάγιερνε στο μετόχι....
-Άχι παπά και δεν επροκαμα να ξαγορευτω.... Και εδά ίντα θα γεννή ? Εκαλούργιζα τσι ελιές και για να τσι ποκάμω όλες ...έργησα και δεν σε πρόκαμα..
- Δέν πειράζη μόνο σημωσε του λέη ό παπάς και όπως ήτανε καβαλάρης γυρίζη απο το βουριάλη που είχιενε στα σκαρβέλια του σομαριου και βγάνη το πετραχείλη..... Και το βάνη και συμώνη ο άλλος ευλαβικά με σκυμένο το κεφάλη και του ρείχνη το πετραχείλη....στη κεφαλή και όπως μας εδιηγούντανε αργότερα... Το μισό θεό-ψυχα ντου...ήτανε στη κεφαλή ντου...... Και το άλλο μισο ήτανε στου γαιδάρου τη κεφαλή...........

Μαζι τους σε αυτη τη θεία υπαίθρια εξομολόγηση... Εντελώς τυχαία παρ‘ευρίσκετο και ένας.... φυγόδικος και κατοικος των ορεινων χωρίων του ψηλορείτη είχε σκυψη και αυτός πολύ κοντα ίσα - ίσα που του ακούμπα νε στο αυτι η κάτω φουντα απο το πετραχείλη...

Απάνω στη ώρα που ειχε κανη τις ερωτήσεις και εδιάβαζε την ευχη... Να απο πέρα - πέρα και προβέρνη το απόσπασμα... Που ειχε ένταλμα συληψης αυτου του άναφερώμενου φυγόδικου ..... Αυτός με το τους είδε σπα και φεύγη και μπαίνη στο τζανοδιανό φαράγγι και χάνετε.... Οι χωροφύλακες του ρίχνανε με τα μπιστολάκια τους.... Μα αυτός είχε φτερα στα πόδια......
Και γυρίζη ο παπάς και των νε λέη.....(των χωροφυλάκων ).
- Μπρε εσεις ελάστε έπαέ μα τσαμπα πολεμάτε.... αυτός δεν πιάνεται... Αυτός πετά....ελάτε σκιας επαε σημώσετε να σας σε ξεμολοήσω....μα για αλλο μπράμμα δεν κάνετε......... και ..... όχι’άλλως ............ ........

Κυριακή 9 Αυγούστου 2009

Η ΤΡΑΓΑΚΙΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Η τραγακιά

Εδά έπαέ η ιστορία είναι περιορισμένη, αφορά μια γυναικούλα ενος χωριού του περασμένου αιώνα που εκάθουντονε στη πίσω μπάντα του παλιού χωριού πού από κιά και πέρα υπήρχανε μόνο αγκιναρόκηποι κυπαρίσα και το νεκροταφείο με την πόρτα ντου αλαργοπά μα αντικριστά με την πόρτα τζι……
Ήτανε έτσα μια αποκοντη γυναίκα καπαρή και τριχάτη και η μούρη τζι αγριωπή με μια αύρα τραγίσια και αρενωπή εξ ού και το όνομα…(τραγακιά) ….που η κακομήτσα δεν εγνώρησενε μοίρα ( έτσα το λέγανε οι αθρώποι σ’αυτές που εμένανε ελεύθερες και δεν επαντρεγβουντονε). Έτσα και αυτή η κακομήτσα επόμεινε νε ανήπαντρη ήζενε με τσι γονέους τσι και απής εποθάνανε ήζενε αμοναχήν τζι΄είχιενε τα κουτρουβάρια ντζι το περβολάκι ντζι στο πίσω πυγάηδι και δυό πατιχιές χωράφι στου κλερικού και στη πετρομπούχα, και δυό εργατώ αμπέλη στη κουκουλίτενα ,Ετότες οι γιαθρώποι είχανε λίγες απαιτήσεις απο τη ζωή ντονε ολες τσι μέρες τωνε τσι περνούσανε μέσα στο χωριό ντωνε και γύρω γύρω στα χωραφάκια με κανένα ψευτοδούλι ίσα ίσα να βρούνε να φάνε πραμμά έστω και ένα πιάτο φαή εκείνηνα τη μέρα και αύριο πάλι έχη ο θεός ( δος ειμίν σήμερον ) Μια. μέρα λοιπόν δυο ντελικανιδάκια εσκάφτανε το αμπέλι τσι τραγακιάς και μια ώρα να βασιλέψη ο ήλιος εγιαγήρανε στο χωριό για να πάνε να τσι ταήση και τονε κλούθανε ακόμη άλλος, ενας.αμούστακος (τσίμαρος ) απο τα καφενεία να φάη κι’ αυτος πράμμα και να πιή μια…. Φτάνουνε λοιπόν σ’τσι τραγακιάς γριά τότε
( απο τσι πιο γριές του χωριού και καμπούρα σαν να’χιενε ένα τυρί στη ράχη) τσι καλο-υποδέχτηκιε.......- καλώς τα τα αντράκια μου ελάστε κατσετε να πηρωθήτε κακορίζικα να μη γαβρώσετε απο τη κρυγιώτη και σας σε.....σάζω.... να φάτε κακομήτσηδες ένα φαή που δεν θα το χιετε ...... Ξανα-φαωμένο ποτές΄σας .....
Σημώνουνε αυτοι..... Ουλοι τουτοι...να.... Οι τσίμαροι...... στη παρασιά και επηρώνουντανε γιατι έκανε και κρυγιώτη και επεριμένανε πότε θα φάνε γιατι....... Ήτανε.... Ολονύστικοι....κια..πόκιας.... εγρυκούσανε τη μυρωδιά του φαγητού και ανυπομονούσανε και ετρέχανε τα σάλια ντωνε…και ήθελα πιούνε και δυό κράσους….. απο μαρουβίστικο καλά καλό κρασί κια πόκιας ηθελα γύρουνε στο βελανίδι στα ντουκιάνια...να παιξουνε καμια ξερή γη τη δηλωτή ντωνε...Έτσα που εκάθουντονε ολοι ντωνε στα κουτσουράκια … σημώνη η γριά τραγακιά να ανακατώση με μια ξύλινη κουτάλα το καλο φαη στο πύλινο τσικάλη και όπως εσκηψε στο τσκάλι εφάνηκιε νε λίγο λίγο η γάμπα ντζι....και για να γελάσουνε ένας ετσίμπησε τσι τραγακιας το ατζι (την γάμπα της την άσκημη ). Και γυρήζη και αυτη τη κουτάλα και φράτη .........του θέτη (παίζη) μια στη χέρα και βάνουνε οι άλλοι τα γέλια και ντακέρνη και αυτη φράτη φρούτη και τωνε κόλαμε ολονών με τη κουτάλα όπου έβρηνενε σ’τσι κεφαλές στη ράχη και τσι αμποσιές....και τσι...βγαλε ολους.όξω απο το σπίτι. Και επομείνανε όλοι ντωνε νυστικοί και αφάωτοι και η τραγακιά ηθικιά και με ψηλά κεφάλι...οσο...για το νάμη τσι…αθηκτο και παρθένον..
Και μιάς και είμαστε σήμερο σ.τσί τραγακιάς το σπίτι θα σα σε πω ακόμη κάτι...τίς που έχη και αυτό με τη τραγακιά....
Το λοιπός.....την ίδια ετούτηνά την εποχη τυχαίνει ένα μικρο μαθητριακι να πηγαίνη Δευτέρα τάξη στο γυμνάσιο στο θηλέων στο Ρέθεμνος,και ετυχιε να εχη γειτώνησα ετούτη να την τραγακιά. Μια μέρα λοιπόν τη ρωτάη μια συμαθήτρια ντζι και φιλεναδίτσα.....ντζι ……(...……έχης τα μωρη εσύ με κιανένα.......).... ενοούσε αν έχη φύλο κανένα συμαθητη τζι και το κοριτσάκι δεν ‘ηξερε καλά καλά ακομη ίντα την ρώταγε γιατι ήτανε μικιό και ακάτεχο και τσι απαντα ( όη δεν τάχω γω με κιανένα… η μάνα μου τάχη με την τραγακιά μα γώ τσι μιλώ…δηλαδη ..ενοούσε....(η μάνα τζι είναι τσακωσμένη με την τραγακια ....μα αυτη τσι μιλή..)
Ας.ειναι, ελαφρη το χώμα που σκέπασε την τραγακιά και ο θεός να τσι συχωρέση…για ότι δεν έκαμε...γιατι αν ο κάθενας μας που κανη την αμπελικη ντου στη ζωη δεν εχει…και τις ιστορίες του …η ζωη δεν έχη νοστιμάδα..)

ΟΙ ΧΟΧΛΟΙ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Την εποχή των χοχλιών
Το καλυτερο μας φαή
Υπαρχουν..οι Χοχλοι οι... Ξεπετραδωτοί.... και οι ..... πορπατάρηδες
Πάντα οι χοχλοι επορίζανε ανοιξη καιρού και επορπατούσανε όταν είχε ησυχία να μη φυσά αέρας και νάναι και δροσεράδα.. Αυτοι το γατέχανε οι γιαθρώποι και τα βράδυα απης ήθελα δυπνήσουνε ήθελα πάρουνε τα καλάθια ντωνε και τσι λύχνους με καινούργια φυτίλια και να τους φουλάρουνε λάδι και ομπρός………….. επηγαίνανε τρία τέσσερα άτομα μαζί και εδιαλέγανε τόπους που βγαίνουνε χοχλοί και να μη τσι γυρένε άλλοι και πάνε και δεν βρούνε πράμμα.. και να μη τω νε παντιχνουνε παρα που κι’ένας..δηλαδή μόνο αυτοί που ξεφύγανε των αλλονών και όλους τσι παράουρους….. λιανούς και τσι ζουζούρους …
Εκείνα τα χρόνια τα χωρια ακόμα δεν είχαν ηλεκτροφωτιστή…και μέσα στο σκοτίδι και την άπνοια της νύχτας ήταν αισθητά τα γαυγίσματα των σκύλων το φως των λύχνων των χοχλιδολόγων και το κλάημα των μωρών στις κούνιες…Όλοι οι χοχλιδολόγοι επορπατούσαν και ήταν σκυφτοί και με παρατηρητικότητα εντοπιζαν μέσα στη νύχτα με το λιγοστο φως του λύχνου σ’τσι γύρους στα χόρτα μέσα και στα κλαδιά.. το χοχλιό.. πολλές φορές των νε παντιχνανε και σκοτζοχείροι και χελώνες.. και όπου είχε πέρασμα από σπυλιάρι γή ρυάκια χαμηλοπαιτούσανε και οι νυχτερήδες.. Τα τριζώνια και οι βορθακοί ειχανε μονήμως γάμους και πανηγύρια και εγρύκας όλο τραγούδια και μαντινάδες στα ρυάκια και στα περβόλια…πότε λίγο εγρύκας και σ’τσί κορφές κανένα λέρη γη σκλαβέρη των οζώ… λιγοστά ήτανε και τότες τα καμπανέλια των τράγων... Πολλές φορές ελέγανε ιστορίες πως των νε παντιχνανε ακόμη και αρκάλοι……και αγριόκατοι…
Όλη αυτή η νυχτερινή πεζοπορεία διαρκούσε τέσσερεις με πέντε ώρες..δηλαδή μέχρι..λίγο μετα το μεσονύχτιο Απής εγιαγέρνανε στα σπίθια τσι ταήζανε τσι χοχλιούς δυο τρείς μέρες με αλεύρι.. τσι αφήνανε μέσα σε κανισκάρια και τσι σακάζανε και εβάνανε και χαρουπόφουντες για να έχουνε εβρηχωρία να πορπατουνε…Πορπατοντας όταν φτανανε οι χοχλιοί στο μπόρο του κανισκαριού για να μη μπορίζουνε όξω το αλήφανε με ξύδι….που για τσι χοχλιούς ήτανε αδιαπέραστο συρματο πλεγμα………..
Και μετα από δυο τρείς μέρες εθώριες τσι λιανούς χοχλιούς ψιμένους με το ρύζι …τσι χοντρούς στο τυγάνι μπουμπουριστούς ..άλλοι τσι κάνανε νε το λάδι και άλλοι με νερό και μπόλικο αλάτσι...εθώριες χοχλιούς με τσι αγγινάρες….χοχλιούς με τσι πατάτες και τα κολοκύθια…( όλα τα φαγιά ετούτα να ήτανε μπουκιά και συχώριο που λέη στη τηλεόραση και ο μαμαλάκης αυτός ο παχουλούλης που μας σε παντιχνη σε όλους μας όντε ξανοίγωμε τηλεόραση.....
Το μόνο πρόβλημα που αντιμετωπίζανε ήτανε ότι για να βγαίνουνε οι λιανοί χοχλιοί με ευκολία στη ώρα του φαγητού έπρεπε να στραβώνουνε την αριστερή τσίτα του πηρουνού για να πιάνη από βαθιά το χοχλιό μέσα από το καβούκη του και να τονε βγάνη….με ευκολία.. αλλοιώς έπρεπε να τονε χτυπά κιανής από το πισω μέρος με το πηρούνι και να τονε βοηθά κιόλας και ρουφηχτά επόριζενε από το καβούκι ντου…εκτός αν ήτανε μουσαφήρης έκανε μια προσπάθεια το πολύ δυό και αν παρουσίαζε δυσκολία τωνε παρέτανε άβγαρτο στην άκρη του πιάτου με τα χοχλιομπάντουρα…τάχα μου με τους βγαρμένους……………βέβαια ακόμη τον τελευταίο λόγο τσι νοστιμιάς του χοχλιού τον είχε και ο σκύλος του σπιθιόυ που ήσπανε το χοχλιομπάντουρο για να γευστή…την τελευταία γεύση τσι σάλτσας και το αποκόλη του χοχλιού που απόμενε από το αφεντικό του αφάωτο………………
Τα καλοκαίρια οπου ήτανε τόπος που εβγαίνανε χοχλιοί τσι βρήνανε ξεπετραδωτούς δηλαδή επηγαίνανε σ’τσι τρωχάλους και ήτανε μαζουπαλιές μαζουπαλιές και ο ένας κολυμένος απάνω στο άλλο …δεν ήτανε βέβαια παχύ σαν τσι χειμωνιάτικους αυτοί ήτανε αδύναμοι αλλά δεν θέλανε ούτε σάκασμα μόνο όπως τσι μαζώνανε απ’ευθείας τσι βάνανε στο τσικάλι και τσι μαζερέγανε οι νοικοκαιράδες…
Εδα στη σημερινή μας εποχή με τα φυτοφάρμακα και τα ραντισματα κιντυνευουν να εξαφανιστουν και αυτοί από την κρήτη όπως και τα πουλιά…
Επι της ευκαιρειας μια και λεμε για τους χοχλιους θα σα σε πω μια χοστρα με χοχλιους που ητανε σαν την αμμο οπερισυς αυτος ο τοπος με τσι πολλους χοχλιους είναι στο χωριο Σισσες .....οπως μας σε διηγουντανε ένας..... Και ήτανε και πολύ κατατοπιστικως... Που ο θεός να τον έχη γερό ίσαμε να ζή....
( .......Αμα....λέη κατεβουμε το ποταμο θα παμε όπως παη ο δρομος δεξια στη αποπερα μπαντα και στο δισταυρι που θα μασε παντιξη στη δεξα μπαντα εχη μια καρυδια εγω εστεσα εκια το αμαξι κιαποκιας εκατεβηκα δεξα κατω από το μονοπατι που μπαινη στα περβολια οθεν το ποταμο και στη κατω μπαντα κανης παλι δεξα στα σκαμμενα περβολια και πας σαμε να πας στο χερισο εεε εκια μεσα στο χερισο περβολι τσι μαζωνα χαχαλιες οπερισυς....τσι χοχλιους και στη ακρη του περβολιου ο ποταμος κανη μια γαγλα και σου το λεω για να μη καμης λαθος και σε παιψω αλλου………..…)




Ο ΧΕΙΡΟΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΟΥ ΑΘΡΩΠΟΥ
Και θα μου πης και ογιαντας….εε…..αφρουκαζου και θα δης….εκια που καθεσαι ξαφνικα σου τηλεφωνου νε…….στο κινητο. και σου….λένε....μπρε…συ εποθανε νε ο ταδε..εκια που εκαθουντονε…..και ποσο χρονω μωρε ητανε…….εγω το υπολογιζω γυρω στα σαραντα πεντε…..την άλλη μερα άλλος γυρω στα πενηντα πεντε….. σε μερικιες παλι μερες…..αλλο τηλεφωνημα γυρω στα σαραντα……τελος παντων…. Αποκια σαμε τα εξηντα εφτα χρονων ποθες οποιος πηδηξη και μπορεση και τα φταξη και τα περαση ..δε τοχη σε τιποτα από και και υστερα να ξεπεραση….και τα ενενηντα και πανω……όμως ο ενας φευγη από καρδια.. ο άλλος ετσε…ο άλλος αλλοιως….και ολοι μενουνε με το στομα ανοιχτο και με ένα πονο μεσα μας… και λεμε μα γιατι…ολοι ξαχνουμε.την αιτια και.η αιτια ειναι μπροστα … σε ολους μας…την βλεπουμε…και όταν ερθη το κακκο …την ψαχνουμε με την φαντασια μας…και γινεται αορατη…και δεν παη στο μυαλο μας πως . τα περισσοτερα περιστατικα ξεκινουνε από την κακκη και επικιντυνη καθημερινη διατροφη κάθε μερα κρεας… λιπη… βουτυρα…καθησιο ακηνησια…και με τη λαιμαργια …..που εχουμε ολοι μας …..μεσα σε μια δεκαετια φορτωνομαστε τριγληκεριδια….. χολιστερινες….φρασωμε και πομενωμε εκια που καθομεστανε…δικαιολογουμε πως ο ενας τρωη ότι βρη και δεν παθαινη τιποτα…ναι.. γιατι άλλη δυιλιση κανη ο ενας και άλλη ο άλλος….ο οργανισμος του αθρωπου είναι σαν τα ελαιουργεια στα χωρια μας…το ένα βγαζη λαδι μηδεν οξεα και το άλλο ποτε ποτε…ανακατωνη τα νερα με τα λαδια και τσι τριγιες μαζι και θελη παρακολουθηση,,από μαστορα…με την απλη λογικη….αυτα δεν χρειαζεται να σε συμβουλεψη γιατρος.. ο κάθε ενας από μας να ψαξη και να δη..πως περνα την καθημερινοτητα του …να κινηται σωματικα αν μπορη να…υδρωνη…ακομα καλυτερα γιατι ετσι αποβαλη τα παραπανησια του οργανισμου του μεσα του υδρωτα του…και δεν φτανη αυτό..μονο εδα εντακαραμε και δεν μαγερεμε νε στο σπιτι…είναι το ψηγειο γεματο……κιαποκιας τηλεφωνουμε στα ετοιματζιδικα και μας κουβαλουνε με τα μηχανακια …..οτι βρωμολαδα και αγνωστες μαγαρισές μπορη να διανοηθη το μυαλο σου……τα υστερα του κοσμου……..καθε μερα που ερχεται αντι να γυριζουμε προς το καλυτερο ξαχνουνε και παμε προς το χειροτερο…γιαυτο το καλυτερο που εχουμε να καμουμε…είναι να λογικευτουμε και να προβλεπουμε την κάθε μας κινηση σε ότι αφορα το θεμα φαγητου γιατι το στομαχι μας δεν είναι ενας σκουπιδοφαγος που ότι του ριξουμε τα αλεθη…μα είναι το κεντρικοτερο σημειο της υγειας μας και της μακροζωιας μας… ολων..νων μας
Μικρων και μεγαλων……και αφου κανενας δεν μπορη να βαλη φρενο σε τιποτα…και να δωση άλλη κατευθυνση… γιαυτο ας προσπαθηση να βαλη αυτό το φρενο η κάθε οικογενεια ξεχωριστα….και από την κάθε οικογενεια παλι αυτή την δουλεια μπορη να την κανη η κάθε νοικοκερα του σπιθιου και να μην χαζολογα και να τρεχη πισω από την κάθε διαφημηση και να επηρεαζεται…από τις ξενοφερτες συνηθειες.. όποιες διαφημησεις της τηλεορασης…και αν είναι αυτές………………….. γεγονε….
Γιατι διαφορετικα παλι θα συνεχιζουμε να λεμε….. στον κάθε κακομοιρη ….πριν της ωρας…ότι.. ετοσανα ητανε τα χρονια του….ο κακομηρης ο λιγοχρονος…….αυτος εξεκουραστηκιε νε…μονο ηντα θα γενουνε εδα τα κοπελια ντου…εε...ο θεος τονε πηρε νε κοντα του γιατι ητανε αγιος αθρωπος…και αυτος θα μεριμνιση εδα και γιαυτα…..και τα τιαυτα….
.

Ο ΣΤΡΑΒΟΣ Ο ΜΑΘΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΣΚΗΝΤΗΣ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

. Ο στραβός....ο ασκηντής...και ο μαθιός

Αρχίζουμε απο τα εύκολα για να πάμε στα δύσκολα Το λοιπός Σ. ολες τις εποχές πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν σαν αυτους που θα περιγράψωμε παρακάτω……..και ντακέρνωμε με τον……….
Ασκηντη το Χρήστο πρώτος και καλύτερος θεοσεβουμενος με τζουμπέ, κρανος και αρύδια, Ο Μαθιός ξυπόλυτος και με το ( γα-γα-γα-πώσε ), και ο κακομήτσης ο Γαλανογιώργης άτυχος και βασανισμένος με το κατα κόσμον παρατσούκλι .. ( ο στραβός ) είχε χάση το φώς του και απο τα δυό ντου αμάθια μικιός απο μια αρώσια λένε την οστρακιά…στη ζωή ύστερα επόμεινε στραβός,και εβασανίζουν ντονε.ο κακομήτσης και δεν εξεχώριζενε παρα μόνο λίγο –λίγο την νύχτα απο την μέρα…ε.ιχιενε όμως αυξημένες τις άλλες του αισθήσεις και επόρηζε νε όξω χωρίς να θωρή με μια φορτωτήρα στη χέρα και εγύριζε τσι λαγάρες και τα ρυάκια στη περιουσία ντου έστενε μπαγίδες τσι ζουρίδας και του αρκάλου και πλάκες για τα κυνήγια και βροχάδες και επήγαινε και τα γύρεγε τσι ταχυνάδες με τοσηνα πητηδιωσύνη σαν να είχιενε και τα δυό ντου μαθια…. να θωρή……. και μια φορά λέη σ΄τσι κουκουναρές εκουτελώσανε μ ένα χωριανόν ντου και αυτος λέη επαραπηρενε όθεν τον ερικιά του μέτζου για να δή πούρη μου ανε ντον νε γκιαστή και μόλις λέη έφταξε έκια εξεστάθηκε και γυρίζη όθεν τον ερικιά και λέη ,,,,, ποιός είναι μωρέ έπαε ¨…….ε.εεε…. ογιάντας δε μιλής ‘’ ποιος είσαι μωρέ έτα…………….και πορίζη και ξεχώστηκιενε ο αλλος μέσα απο τον ερικια …. και εχωράτεψε νε… ο γής τον άλλο και εφύγανε……ο κακομήτσης ο γαλανογιωργης ήτανε και χωρατατζης του αρέσανε τα αστεία , είχιενε και ένα μικιο σκούρο λυράκι με γερακοκούδουνα που στη πίσω μπάντα ήτανε ζωγραφισμένη μια άγκυρα με συνδιασμο μαζι με ένα σταυρό και το παιζε και εσκότονε την ώραν ντου.Στα γλέντια τονε βάνανε και των έπαιζε και αυτος τα δικά ντου και άμα τονε συκώνα νε να χορέψη έπιανε στη μέση αλαμπρατσέτο και ήθελενα του παίζη ο λυράρης ( τον αρχη χανιώτη ) ….. Κάθε μέρα τόχιενε το λυράκι στο βουργιάλι ντου μαζί με μιάολια ψωμί και το τζούκο με τ’ελιές. ‘ηχιενε και μια μποτίλια κόκκινο καλό κρασί. ( μαρουβά )και ένα κρομύδι που το κοπάνιζε με τη χέρα ντου για να το σπάση απάνω στο γονατό ντου…. και κάποια ώρα έγρύκας το λυράκι ντου να παίζη μόνο για τον απατο ντου…πότε στο περβόλι γή στη χαλέπα και πότε στο κιβούρι στη ποταμίδα σε κανένα παχυ ασκιανιό ……και τονε γρυκούσανε και οι άλλοι όσοι ήτανε γύρω γύρω ….…σ΄τσι περιουσίες τωνε…και ο πιο ντεπέλης-και μερακλής επαρέτα νε το σκαπέτι και επήγαινε κοντα του να του κάνη παρέα.Πάντα του εφόριενε κουτελίτη μια μπολίδα που εκατέβαινε τόσονα χαμιλά που του φραζε το ένα αμάτι τελείως και λίγο άλλο……Μέσα…ντου ήτανε ριζωμένες βαθιά όλες οι τοπικές συνήθειες και οι τρόποι συμπεριφοράς ‘όπως του τσι μάθανε οι γονέοι ντου και μέχρι τη μέρα που εστραβώθηκε…χωρίς καμιά διαφορά και εξέληξη ΄0πως ακολουθούσανε λίγο πολύ η κοινωνία και όλοι οι ανοιχτομάτηδες συνομήλικοί ντου… οπως εγρυκούντανε όσοι τονε γνωρίζανε ελέγανε πως ήτανε πολύ αυστηρως σ΄τσι κουβέντες του…………και στη κριτική ντου………ήταν αγαπητός σε όλους….επίσης αν και τυφλός πήδησε πολλά παλούκια στη ζωή ντου και πολλές δεκαετίες και εξεπέρασε πολλούς συνομήλικούς του και ανοιχτομάτηδες στα χρόνια Ο Γαλανογιώργης έζησε μέχρι στα βαθεια γεράματα και όταν απεδήμησεν εις Κύριον ήλθε πολύς κόσμος και τον κατευοδωσεν με τιμές και δόξες……το μόνο που δεν μπόρεσε να αφήση κλερονομους……δεν μπειράζη…δεν ήταν απο το θειό γραμμένο …..άφησε αυτός καλές πράξεις και γρυκούντε ακόμη και σήμερο οι ιστορίες του….


2Αξωπίσω απο το Γαλανογιώργη ΄ο θεός μας έπεψε στα χωριά μας τον ασκηντη το χρήστο για να μας σε δοκιμάση και τον Μαθιό για να μας παραδειγματηση και να μας μαηνάρη να γίνουμε ταπεινοί και όχι πετεινοι και να προσέχουμε εμείς που έχουμε την υγειά ..μας τουλάχιστο να μη καβαλήσωμε το καλάμι…
……….
Ο Ασκηντης ο Χρήστος λοιπόν‘ητανε θεοσεβούμενος και καλοκάγαθος άνθρωπος, εφόριενε παπαδίστικο τζουμπέ και στη κεφαλη ντου ένα στρατιωτικό κράνος εγγλέζικο…
Ήτανε αρματωμένος με αλυσίδες.στη μέση ντου εζώνουντανε με μια φαρδιά ζώνη φορτωμένη με αρύδια κλαδεύτηρους μαναράκια μαχαιρια τσακάκια τριτσέτα ξυλοφάδες σφυλάτσα Ευαγγέλια.απόστολους και όλα τα χερουβικά, και όλους τους ψαλμούς του Δαβίδ… όλα τα βάστανε απάνω ντου και άλλα ήτανε σ΄τσι απόκρυφες τσέπες του και άλλα ήτανε κρεμασμένα στη μέση ντου έφόριενε στα πόδια ντου ξύλινη καλύκωση που ήταν σε σχήμα ( βλαχικο τσαρούχι ) και είχιε κρεμασμένο και ένα τσαρούχι στη μέση ντου για την κακιά ώρα που λένε μήπως και του σπάση κανένα απο αυτά που φωρή να το χρησημοποιήση……….Αυτός εγύριζε φαίνεται όλο το ψηλορείτη γύρω γύρω γιατι εβρεθήκανε αθρώποι που τονε γνωρίζανε απο το Μυλοπόταμο απο τη βορεινη μπάντα του ψηλορείτη να μπή στο Μαλεβύζι να κατεβή στη Μεσσαρά να ξετρυπήση στο τυμπάκι να γύρη μέσα.απο τη πίσω μπάντα τα πίσω χωριά…… Όπου και να πέρνανε τον νε διπλαρωνανε όλοι απο κοντα για να τσι βοηθά….’οποιοι επρολαβαινανε πρώτοι τονε πιάνανε και τονε μαγγανίζανε με το συργούλιο επειδή ήτανε χεροδύναμος και θεριό σαν τον ελέφαντα …..εδά…στη μεσσαρά εβρήνουντονε στο αμάρι..γή.. όθεν τα μαλεβύζα -κρουσώνα να ρθή πόδε… ‘οθεν το μυλοπόταμο των κρατηζανε για να των νε σκίζη ξύλα…. ετότες ήτανε και η εποχη που εσάζανε τα καμίνια σ’τσι κορφές και όπου εμπέρδεγε εγαναχτιζενε να ξεμπερδέξη….του δύνανε και αέρα …απάνω Χρήστο…απού χιου…. μωρέ Χρηστο….αντε μωρε Χρήστο και μείς θα σε παντρέψωμε με την καλύτερη κοπελιά.. και εθώριες το μανάρι του Χρήστου και έβγενε νε πιο ψηλά και εκατέβαινε με πιο’μεγάλη ταχύτητα και δύναμη και τα χοντρά κουτσούρια τά’σκιζε χωρίς καμιά δυσκολία……λές και ήτανε χασές…γή εσύκωνε θεόβαρα κουτσούρια απο τη μια μπάντα ……..και τα πήγαινε στην άλλη…..Αυτός ο κακομήτσης εξετρύπανε όθεν τα χωριά μας πολλές φορές τον καιρό που ελωνευγαμε . …έσαζε τω κοπελιώ σταυρουλάκια απο ελαινιο ξύλο…τονε ταήζανε οι γιαθρώποι και εμπαινε και αυτός στο βολόσυρο να τσι βοηθήση στο αλώνι μα καμοιά φορά τα βούγια τονε φοβούντανε με τσι σιδέρες που εβάστανε και την πανοπλία ντου και όπως εσύμωνε αυτός στο αλώνι εξετριοδήζουντανε αυτά να βγούνε όξω απο το αλώνι….την εποχή εκείνη να….τηλεόραση δεν υπήρχε ακόμη και τα ράδια και τα γραμμόφωνα λίγα , ρεύμα καθόλου , οι γιαθρώποι για να περάση η ώρα τους τα βράδυα απής εποδειπνούσανε επορίζανε όξω σ΄τσί αυλές και είχανε τα καρεκλάκια τους γή τα κουτσουράκια τους και εκάνανε βενκιέρα να περάση ή ώρα μέχρι να πάνε να θέσουνε στα κοιμητόρουχα…. Έκια εγρύκας όλα τα νέα και ότι ιστορία μπορης να φανταστής….. μόνο οι κοπελιές οι αραβωνισμένες ελείπανε γιατί αυτές επομένανε μέσα στο σπίτι και εκάθουντονε μπροστά στο λύχνο και εκεντουσανε και εσάζανε την προίκα τους…..αυτές όλη μέρα και εφέγγανε εφαίνανε στο αργαστήρι τσι πατανίες των νε και τα βράδυα που εσκοτείνιαζε επλέκανε οι μαναδες τονε με τσι μπανέλες και εκεντούσανε οι κοπελιές γιατί την άλλη μέρα που ήθελα ρθή η ώρα να γενή ο γάμος…έπρεπε να δείξουνε στο γάμο την προίκα τους και το νοικοκεράτο τους…..Μόνο αφήνωμε την μια κουβέντα και πιάνωμε την άλλη…Μια βραδυά λοιπόν απο τούτες σας ελαγώνεγιε και ο Χρήστος στα χωρια μας και για να τονε πειράξουνε να γελάσουνε εθωρούσανε πως εγλυκοξανοιγε έκια μια κοπελιά… ελεύτερη …και του λένε γιάε Χρήστο θα σε βάλωμε να θέσης στο οντα με τη κοπελιά και ενε τσι κάμης πράμμα θα σου τη δώσωμε,,,αλλοιώς δεν σου τη δίδωμε….πάνε τάχα μου και στρώνουνε το κρεββάτι και ετοιμάζουνε τα κοιμητόρουχα του ζευγαριού και χωνουνε τη κοπελιά… κιαπόκιας του λένε χρήστο ότι ώρα θές εδά μπορής νας πάς…όλα είναι έτοιμα στο ονταδάκι…επορπαθιενε και αυτος ένα ένα τα σκαλέρια σοβαρά σοβαρά πού αν ΄δεν το βλέπανε θα την ανέβαζε ο Χρήστος δυό δυό τη σκαλα ….’ητανε χαμογελαστός και ευτυχισμένος .και εκανάκιζενε τα γένια ντου…και απής εσωπάτησε στη σκάλα στην απάνω μπάντα αντι να αντικρύση τη κοπέλια θωρή και ήτανε θεμένος ο αδερφός τσι …κοπελιάς…μέσα στα κοιμητόρουχα… και βάνουνε οι άλλοι τα γέλια ο χρήστος εμπροσβάρθηκε και ενευρίασε και σέρνη απο τη μέση ντου μια. σπάθα έτοιμος να φετοκόψη όποιος βρεθη στη τροχια της λεπίδας του όποιον πρωτοπρολάβη. …ένα – δυό μαζί΄και…τρείς. εκάλυπτε το μήκος τσι κόψης τσί σπάθας.οι πιό μεγάλοι εμπήκανε ομπρός απο τα γυναικόπεδα να τονε κοντέψουνε και απάνω στην αναπουμπούλα ξεκρεμά γερά γερά ένας , ένα γερμανικό τουφέκι και παίζη δυο μπαλίδια στον αέρα και απου.φύγη -φύγη ο Χρήστος…Που απο το βρούχος εκουφαθήκανε τα κοπέλια εξυπαστήκανε και οι σκύλοι και εντακάρανε και εγαυγίζανε εστρυφογυρίζανε στα σοκάκια και δεν εγατέχανε που να γύρουνε μα εκουφάθηκιε νε και ο Χρήστος και εχάθηκε μέσα στο σκοτίδι και τονε πείρανε απο πίσω και οι σκύλοι και εγλακούσανε ο κάθε χωριανός και έκραζε νε και αναμάζωνε τον εδικόν του γιατί ήτανε όλοι δακανιάρηδες να μη τονε δακάσουνε κιόλας…και ο χρήστος δεν εξαναφάνηκε στα χωριά μας και μετά απο χρόνια εκούστηκε πώς τονε βρήκανε σε μια βαρυχειμωνιά σένα σπυλιάρη μέσα ποθαμένο…………ο θεός να του συχωρέση και αυτηνού και εμάς που τονε πειράζαμε…




3
Εδα θα παίξουμε ένα σάλτο να περάσωμε δυό – τρία ρυακάκια να πεταχτούμε σένα άλλο κοντοχωριανό μετοχάκι που εγενήθηκιε ο Μαθιός…. να δούμε ποιός, ήτανε πάλι τούτος σας… ……ο καλός Σαμαρίτης…και όχι Καμαρίτης γιατί εμείς στο μυλοπόταμο έχουμε πολλούς Καμαρίτηδες….και καθόλου Σαμαρίτηδες………ο κακομήτσης πάλι ο Μαθιός ήτανε άλλος ενας άγιος άθρωπος…καλός και αγαπητός σε όλο τον κοσμο…
ήτανε απο τσι μάνας του τη κοιλιά ξυπόλυτος μέχρι που επόθανε…ξυπόλητος επορπάθιενε μέσα στο σπίτι στα σοκάκια στον αμαξωτό και το καλοκαίρι που πέρα πόδε ελειώνανε οι πίσσες απο… την κάψα .αυτος τσι πάθιενε χωρίς να καίγουντε οι πατούχιες του…εγύριζε στο ψηλορίτη επάθιενε τσίτες μπικωτές πέτρες μα οι πατούχιες του ήτανε σκληρές .και απο τα πρινόξυλα...και δεν εκαταλάβαινε ντίπη … για τον κύριον Μαθαίο ήτανε σαν να πορπατούσε με κρητικά στιβάνια απάνω σε μπαμπάκια ………Αυτός δεν έσκηζε ξύλα ούτε έστενε μπαγίδες τσι ζουρίδας……..Ο Μαθιός ήτανε και αυτός θεριό και γεροδεμένος μα μπραγιός κοσμοπολίτης και σπιτόγατος επήγαινε στη χώρα έβγαινε στο μυτάτα στη εποχη που τυροκομούσανε οι βοσκοί στο ψηλορείτη και έτρωε χουμά και αθότυρο.και την εποχή που κάνανε τσι κουρές των οζώ έβγαινε και έτρωε κανένα κομάτι κριάς οφτό..ήτανε καφενόβιος ήσυχος και αγαπητός τον αγαπούσε ο κόσμος και τους αγαπούσε και αυτός και έλεγε το γνωστο σε όλους ………….( γα-γα-γα-πώσε ).
κείνη την εποχή ήτανε δύσκολη η επικοινωνία και η μετακίνηση και τον είχανε το Μαθιο για θελήματα και παραγγελιές απο το ένα χωριό στο άλλο να του γράψουνε μια παραγγελιά σένα χαρτί να το πάρη να το πάη στο άλλο χωριό να το δώση να το διαβάσουνε και ΄με τον τρόπο αυτόν να γενή η επικοινωνία.Αυτός απο όπου πέρνανε σ’τσι πόρτες των αθρώπω στα χωρια τονε φωνιάζανε και τονε κερνούσανε μια χουφτέ ελιές ένα κομάτι ψωμί και ένα κρασί ΄μενα κρομύδι γή του βάνανε και μιάολια γλύνα στο ψωμί .τον ελιπούντανε οι γυναίκες και τονε βάνανε μέσα και τονε πυρώνανε στη παρασιά την εποχη τσι κρυγιώτης που τονε θωρούσανε ξυπόλητο γη για να στεγνώση άμα θα τονε θορούσανε στα σοκάκια ολόγρο να έχη γραθή να μη πάθη καμιά πνευμονία με τα βρεμένα ρούχα…όπου τονε θορούσανε τα ψευτοφορτηγα αυτοκίνητα και οι καρνάβαλοι τσι περιφέρειάς μας…τον αναμαζώνανε οθέν κια που επήγαινε….Αυτός εδά ήτανε ο γέρος…μικιός που λένε
ήτανε μεγάλος στα χρόνια μα.είχιενε μυαλο και συμπεριφορα μικιού κοπελιου και κάτι………H φορεσά ντου ήτανε αναλογα την εποχη π.χ.σακάκι ποκάμισο και πατελόνι μια πιθαμή πάνω απο τσ’αστραγάλους.και ξυπόλητος..άν φόργενε παπούτσα έπρεπε να τανε. Δυό πιθαμές στο μάκρος και μια στο φάρδος για να βρεθή κάλύκωση να του χωρή στα πόδια..έπρεπε να πάη σε τσαγκαράδικο να του πάρουνε ξαμάρη και να γενη παραγγελία στα μέτρα ντου………Ας είναι έτσα πρέπη νάνε σάηκα ….ανακατομένη η μάζα τσι κοινωνίας και να χρειάζονε όλοι ετούτοι να οι γι αθρώποι όπως η ζούγλα έχη τα θερία και το ένα φοβάται το άλλο και το’να τρώη το άλλο. Γιαυτό θωρής παντου και υπάρχουνε και οι έξυπνοι και οι μπουνταλάδες οι παρλακοι οι μπραγοί μπουζουκοκέφαλοι και οι δυνατοι με τσι φοβητσάριδες που όντε πάνε για χοντρό ντωνε νερό τη νύχτα στο δρυαδάκι απο κάτω πάνε με το λύχνο αναμένο στη χέρα γιατί φοβούντε το σκοτίδι…να μη ξετρυπώξη απο ποθές …κιανης μπαμπούλας…( εδω αφορα την εποχη για τα χρόνια που δεν είχανε ακόμη τουαλέτα και ρεύμα στα σπίθια και οι γιαθρώποι επηγαίνανε οθεν τη πίσω μπάντα στο κηπάρη… ……στο .ποιό απόμερο ντόπο που δεν εφανέριζενε απο ποθές…
Ο λύχνος ήτανε τότε η σημερινή μπαλαντέζα και η απλίκα στα σπίθια αλλά χωρίς καλώδιο και τους μοναδικους εχθρούς που είχιε και εσήκωνε ψηλά τα χέρια ήταν η βροχη και ο αέρας ………….

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙ....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΕΝΑ ΘΑΥΜΑ ΣΤΟ ΜΕΤΟΧΙ

Κάθε τόπος βγάνη τσ’αγίους του τους ήρωές του....έχη τσι ιστορίες του τα καλά ντου τα μπουνταλάδικά ντου...και τα παράξενα ντου....

Έτσα δα και έπαε ...παρά κάτω...θα δείτε κάτι τίς....που περιέχη και λίγο το ανεξηγητο...
Το λοιπός.... Σ’ένα μετόχι του μυλοποτάμου ήτανε μια γεροντοκόρη που επέρνανε τα σαράντα πέντε και πάνω.....ήτανε άτυχη...και δεν είχιε γνωρίση μοίρα...(ανηπαντρη).....και εγυριζε νε στα χωράφια και εδούλεγε...πήγαινε στα ζουμπερα και ήτανε πιο αποδοτικη σε όλα..ντζι ακομη και απο ένα καλό άντρα..εφόρτωνε στο χτημα (γαιδαρο) όξυνίδες στα τσουβάλια απο τα αμπέλια και ετάηζε νε τσι χοίρους.....έκοενε ξύλα έσφαζενε χοίρους ..... οζα...
Εφύτεγε περβόλια στο καλοκύρο...και σε όλα ήτανε μια μεγαλη βοήθεια δίπλα στον αμπλό ντζι (αδελφός τσι )....αυτη εκαταγυνουντονε με δουλιές του ΄΄οξω και του μέσα......έσαζε παρασύρες απο τσι ερίκους και επαράσερνε τσι σταύλους τα σοκάκια και έκτος απο το φαή έσαζε και το άλεσμα και εβούτσωνε και τον μπάτω του αλωνιου το θέρος την εποχη που ελωνέγανε ... Πόσες φορές δεν τη άκουγαν οι περαστικοί να τραγουδή των βουγιών..και να αλωνεύη όρθια απάνω στο βολόσυρο ....με τη μπολίδα στη κεφαλη τζι για το ήλιο.... ( .....το μείο για τωνε τά άχερα δικά....ντωνε και ο καρπός του αγά.....ντωνε..... ),,,,, σε μελωδία κάποιας ιταλικής μπαλάντας....
Αυτο που δεν εκάτεχιε καλα ήτανε το τρατάρισμα και τη περιποιηση όταν είχανε μουσαφήρηδες...(τη ψηλοδουλειά)...γιαυτη τη δουλεια ήτανε η γυναίκα του αδερφού τζι που ήτανε καμώτρα σε ανυφαντικα τριοπαπύτηρα κουσκουσέδες δέξημα ακόμη.και στα εδέσματα..γλυκίσματα χριστόψωμα..τριβίδια...λουκουμάδες μελομακάρουνα και έφτανε μέχρι τσι τυγανήτους και κουβαρήτους με το πετιμέζι.... (σημερηνους λουκουμάδες)
Αντέστε δα να γυαγύρομε οπίσω γιατι επολιαλαργάραμε απο τη κουβέντα μας .... Ετουτηνα δα η γεροντοκόρη εθώριενε πολλές φορες στο ύπνο ντζι την εικόνα της Αγίας Παρασκευής ( μεγάλη χάρη τζι...).... εθωριενε πελέκια απο την εκκλησια της Αγίας την αγία τράπεζα της εκκλησίας και έβανε τον αδερφο ντζι και επηγαίνα νε ...π[οτε αμοναχός και πότε μα κιανένα χωριανο...στα ρυάκια στο τόπο που της το ονείρεβγιε η Αγία και εψάχνανε ...μα ποτές των νε δεν εβρηκανε πράμμα...μα πράμμα...ντίπι...
Υπήρχε βέβαια η παράδοση στο χωριο πως υπήρχε σε ένα ρυάκι στη απο πάνω μπάντα στα περβόλια μέσα μια εκκλησία της Αγιάς Παρασκής και μια βραδυά του κακου Μάη που λένε έριχνε νε ο θεός τα νερα με τα σταμνιά και εβούλησε νε ο τόπος και εχάθηκε νε η εκκλησία στα ρυάκια..... Με τα πολλά άμα ανοίγανε κουβέντα για το οτι πρέπη να πάμε και να γυρέψωμε στα ρυάκια τα πράμματα τσι εκκλησάς ο αδερφός τσι ήτανε πάντα αρνητικός και μανισμένος... Το πως ε κακομοίρα μα εσύ ετρεζάθηκες τελείως και είσαι για τα σίδερα......θα μας σε καμης να μη μπορούμε να μας σε θωρούνε οι γι
αθρώποι..... Μα και μιά...ολια.......
Ετσα επήγαινε..νε ζωη τζι μέχρι ανοιξης καιρου... (μέρες του πάσχα ..) εφτάξανε ένα ζευγάρι απο την Αμερική που ήρθανε στο μετόχι να γνωρίσουνε το μέρος που εγενήθηκε ο πατέρας τσι κοπελιάς..... Που είχε φύγη το 1910 και από κια και ύστερα δεν εξαναγυάγυρε....Αυτοι απ ότι αναστορούμαι δεν εσέρνανε κοπέλια και σάηκα μπορη να ήτανε και άκλεροι... γη νιόπαντροι....
Σαν ήλθανε στο μετόχι εβαστουσανε και φωτογραφικες μηχανες έχρωμες... Εφορούσανε στολές αμερικάνικες ..και με ξενικες συνήθιες .... Η κοπελια μιλούσε σπαστα ελληνικά με αμερικάνικη προφορά...ο ντελικανής ειχε ενθουσιαστη έβλεπες έβλεπες τη χαρα στο προσωπο του... Και δεν το πείραζε που δεν εκαταλάβαινε γρη απο αυτα που λέγαμε εμείς...............
Εκαναμε παρέες εμιλούσαμε όλοι οι χωριανοι όμορφα ο ένας στον άλλο και όσοι ήτανε τσακωσμένοι θαρόπως τα σάσανε και εμιληθήκανε.... Αφου λοιπόν ήτανε μέρες του Αγίου Πάσχα επήγαμε όλο το μετόχι ( εκτος τους γέρους )μαζι με τους αμερικάνους στο πιο κοντηνο χωριο ( 5 χιλιομετρα) στο επιτάφειο.....
Το μετόχι δεν ειχε εκκλησία και της μεγάλες σκολάδες εγρυκούσανε τη καμπάνα απο τα διπλανα χωριά αφου δεν υπήρχε και ρολόη... Και εκαταλαβαίνανε πως εδά ε΄κάμανε την ανάσταση.....εδα γυρίζουνε τον επιτάφειο .... Εδα επαιξε η δευτερη καμπάνα..κλπ... Μονο ξαναφύγαμε και πρέπη να ξαναγυαγύρουμε στη κουβέντα μας....

Έκια λοιπόν στο άλλο χωριο που εβρέθηκε νε η πρωταγωνηστρια μας την νε περίμενε και η τύχη τζι ...την είδε ένας ξενοχωριανός στη εκκλησια.. Την ώρα που έμπαινε....Την ερωτευτηκε....και ζητησε το χερι της απο τον αδελφο της.... Και αυτός του το έδωσε..
Κάτσανε κάποιους μήνες αρραβωνιασμένη την είχε μη στάξη και μη βρέξη κατίγκο την λέγανε οι χωριανοί κατίνα μας την νε βάφτησε ο ντελικανης τσι.... Και τη μέρα του γάμου τζι... Ειχαν έλθη εκτος τσι κοντοχωριανους ειχε έλθη και μια παρεα ενα ζευγάρη απο τη χωρα ...( Ηράκλειο ) και εσέρνανε δυο κπέλια που μόλις εφτάξανε στο μετοχι με τους γκρεμούς και την άγρια φύση του μυλοποτάμου επήρανε τσι σφεντονες των νε να πάνε για το κυνήγι και να απολαύσουν την αγριότητα του τοπίου.....Λίγες ώρες πριν τη στέψη του μυστηρίου έκια πυ γλεντίζανε έρχοντε τα κοπέλια σκασμένα και λένε τσι μαμάς των νε..
- Μαμά εκει κάτω στο ρέμα κρέμεται μια εικόνα της Αγίας Παρασκευής σε ενα δεντρο και ειναι ψηλα και δεν μπορουσαμε να τη φτάσουμε γιατι είναι στο γκρεμό... Σταματουνε τη λύρα και το γλέντι αναστατόνετε ο κόσμος και τρεχη πρός
Το μέρος που έδειχναν τα παιδια.... Πραγματικα οσοι ήτανε καθαροι....( οι περισοτεροι) το βλέπανε και εσταυροκοπιόντανε.... Το βλέπη και ο αδερφός τσι νύφης και επειδη ήξερε το ιστορικό.... Εψηλοβλαστημαγιε απο μέσα ντου και απόξοντου.... Το...ποιός κερατας μας την έκαμε ετούτηνα τη δουλεια...σημερο..... ΄και να μας σε κάμη άνω κάτω... Να μας νε αναστατώση και όπως έβγαινε το δρυαδάκι τονε παρακολουθούσε και ο κόσμος απλώνη τη χέρα ντου στο χαχάλη και αντι να ξεκρεμάση την εικόνα ........ έπιασε ένα φύλο του δρύ............ο κόσμος εσταυροκοποιουντανε εμάθανε όσοι δεν το κατέχανε.. και εκουβεδιάζανε για τα όνειρατα τσι νύφης και λέγανε πως ΄΄επρεπε να φωνιάξουνε παπά να διαβάση πράμμα ευκιές και όχι να πάη ο αδερφός να τη νε ξεκρεμάση βρίζωντας.......... Γιατι η Αγια τσι παρουσιάστηκε την τελευταία μέρα που έφευγε απο το χωριο ..... ... μιας και τόσα χρόνια αυτη δεν ήτανε άξια να την βρη...............

Παρασκευή 7 Αυγούστου 2009

ΣΤΟΝ Α;ΡΜΟ ΤΟ ΑΜΠΕΛΙ...........ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Στόν Αρμό στο Λιάτικο αμπέλι

Ευγιά έκανε νε εκεινη νά τη μέρα και εμονοπαντήσανε πέντε έξε γυναίκες ταχινή ταχινή εστρώσανε τσι γαιδάρους επήρανε φάρδους και εγύρανε κάτω να μαζώξουνε οξυνίδα για τσι σκρόφες
Το χωριό ντονε ήτανε στά όρη (στον ψηλορείτη) ο τόπος άγωνος, δεν εφύτρωνε ούτε η οξυνίδα, και η μόνη ασχολία στους χωριανούς ήτανε η κτηνοτροφία
Έπρεπε λοιπόν να κατεβούνε χαμηλά στους πρόποδες στα μετοχάκια που υπήρχανε στίς αυλές του ποταμού όπου υπήρχε βλάστηση και των αθρώπω οικαλιέργειες
Σαν εφτάξανε ταχυνή-ταχυνή όπως ήτανε ακόμη δροσουλιασμένος ο τόπος μολέρνουνε τσι γαιδάρους ελεύθερους να τρώνε όπου μπούνε και ότι βρούνε.. αυτές εμπήκανε στα αμπέλια να μαζώξουνε οξυνίδες γερά-γερά να γεμίσουνε τσι φάρδους να τσι δέσουνε μέχρι τσι μπουζούνους κια’πόκιας να φορτωθούνε και πορτακάλια απο τα περβόλιαπού ήτανε στήν αποκατωθιό πάντα, και καλά καλά πρίν να τσι καλοδούνε οι αθρώποι να πάρουνε τον δρόμο της επιστροφής μα και της επιτυχίας που θα ‘χουνε να ταίζουνε τσι χοίρους για δέκα μέρες, και θα φάνε και τα κοπέλια ένα πορτακάλι ξεκούραστο, γιατί όσοι φέρνανε στο χωριό πορτακάλια και επουλούσανε αυτές για να πάρουνε ένα καλάθι πορτακάλια εδείδανε τυροκομιό.
Το βράδυ στο μετοχι σάν είδενε ο ένας τόν άλλο λέη...
- Ζαχάρη έκιε στο αρμό έκουσα και εγκανίζανε το πρωί γαιδάροι και λέω τίνος είναι εκεινοι-νά οι γαιδάροι ετούτονα το γκάνισμα δέν είναι απο τσι δικούς μας, προβέρνω πέρα-πέρα και ξανοίγω και θωρώ πέντε’ξε γυναίκες και ήτανε μέσα στα αμπέλια και εμαζώνανε οξυνίδες και είχανε μέσα μολαρητά τα χτήματα και εγλοπατούσανε μέ έτσα ογρασά. Εδά τα αμπέλια ενοίξανε και δεν πρέπη να μπαίνουνε ζούμπερα μέσα, απο το χυλιμίντρι τω γαιδάρω εσπούσανε τσί κοντύλους και ετυφλώνανε τα μάτια και τα ξεκάμανε και επήανε στη δουλιά ντονε... και σπώ και πάω να τσι προκάμω και τονε λέω ...ίντα γυρέτε δα παέ δεν θωρήτε την ογρασά και γλοπατήτε και οι γαιδάροι ογιάντας είναι αμολατοί στα ξένα αμπέλια των αθρώπω...
Ντα δεν είναι τούτο νε του συγγενου μας του ζαχάρη.. εμείς σε ξένα αμπέλια δεν μπαίνωμε παρά μόνο στου συγγενού μας.... Αυτές εδά Ζαχάρη οι συγγενιές σου με το θάρος το δικό σου κατεβαίνουνε κάθε χρόνο έπαέ και πανίζουνε τον τόπο....και απο πά και ύστερα πάλι οφέτος θα κατεβαίνουνε κάθε ντίς και ντάη.. και θα ριμάσουνε τό τοπο μόνο να το κατές...
Ο Ζαχάρης τα γρύκανε τα παράπονα και του και δέν εγάτεχιε ίντα να πή, πότε-πότε του ερχότανε να τσιμογελάση,αλλά για να αποφύγη να απαντήση γυρίζη και του κάνη μισο αστειευόμενος μα και λίγο στα σοβαρά...για να του αλλάξη κουβέντα.
Χαραλάμπη θυμάσε μωρέ μια φορά οντεν’έβλεπε ο αφέντης σου τα σύκα (που τότες τα βλέπανε όσοι είχανε για να μη τα τρώνε οι αθρώποι ) και εξόμενε στόν αρμό στ’αμπέλι να μην του τα φάνε, και θωρή δυο Λειβαδιώτες και εβγαίνανε και όπως εβγαίνανε διψασμάνη και νυστικοί πιός γατέχη απο που ήρχουντονε επορπατούσανε μέσα στο δρόμο είπενε πράμμα ο γής τ’αλλού και τα βάνουνε καί έπαιζενε φορτωτιρίδια ο γής τ’αλλού και γκρεμίζουντε μέσα στ’αμπέλι και ετσακώνουντανε μέσα τσι κουρμούλες . Και ο κύρης σου σάμε να τσι δή απο τον φόβον του σπά και φεύγη και κατεβαίνη στο μετόχι και έρχεται στο σπίτι και εφώνιαζε του αφέντη μου γλακα και στ’αμπέλι τσακώνουντε δυό και θα σκοτωθούνε ΄μονο άντεστε να τσι ξεχωρίσωμε
Και μόλις τον έκουσε νε ο κακκομοίρης ο κύρης μου που όσο μυαλό είχιενε δεν είχανε όλοι οι χωριανοί μαζί, γυρίζη και του κάνη...
- Εεε κακομοίρη μπουνταλά έτσα το κάμανε για να φύγης να σου φάνε τα σύκα...άμε δα να δείς πώς ετρυγήσανε τη συκιά.
ένα κρυφό χαμογελο και τών οι΄δυο΄νών ήτανε η λήξη της κουβέντας..

τα λερια ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Τα λεριά (τα αρτήσιμα και τα νυστίσιμα )

Τσι μεγάλες εορτές τσι χριστιανοσύνης ( τη λαμπρη τα χριστόγεννα και το δεκαπεντάρη )

Πολλές μέρες Ενηστέγανε…οι γι’αθρώποι το χρονο περίπου με το μάτι φαίνοντε εκατο μέρες ανε βάλωμε τα δυο σαραντα μερα και το δεκαπεντάρηκαι ανε βάλωμε και κάτι πάλι μια νυστεία που ήτανε το θέρος σύν τετραδοπάρασκα θεοψυχά μου ούτε εκατο πενήντα μέρες το χρόνο δεν επομένανε για να τρώη ο άθρωπος λεριά (αρτήσιμα)…π.χ. απο την τυρινή την τελευταία κεριακη των αποκρεων μέχρι την βραδυά της αναστάσεως το βράδυ του Μ.Σαββάτου ..ολοι ετρωγανε νηστήσιμα βραστερικά χόρτα μόνο λαδερά.που απο την αδυναμία και τη πολύ σκαλίδα αν εβάστανε ακόμη η νυστεία δέκα μέρες. ήθελα να μη μπορούν να πορίσουνε οι αθρώποι.όξω .απο τη πόρτα του σπιθιούν τωνε απο την αδυναμία..αφου εθώριες .μερικούς και είχανε κυταλιάση και εφέγγανε τα καύκαλα των αυτιών τωνε.έίχανε στεγνώση.τελείως.και σ’τσί στράτες επιένανε και δεν. επιένανε………Εκτός απο.μερικούς κοιλιόδουλους ΄που αυτοί…γή Λαμπρη είναι…. γη δεκαπεντάρη…. ποτές τωνε δεν νυστένε ούτε το κρέας και ούτε το λάδι…… Και όλη η κατηγορία των αθρώπω τούτηνα ήτανε φορτωμένοι με αμαρτίες της χολιστερίνης ..και των τριγλυκεριδίων..και μετά θα τους ακολουθούσε και το πρωπατορικό αμάρτημα της .πιέσης.και.του ζαχάρου…..Βέβαια όταν θα ερχόταν η ώρα και θα φτάνανε στη πόρτα του παραδείσου ο Αγιος Πέτρος θα τους ανέβαζε στο λουρή για ένα τέστ κοπώσεως και για τα.τρίμπλεξ..αλλά ουδείς θα το περνούσε αυτο το τέστ. και έτσι όλοι θα χάνανε την βασιλεία των ουρανών και θα μένανε έξω.απο την πύλη και δεν θα γευότανε ουδείς τον παράδεισο……..Όλα αυτά επαναλαμβάνωντε απο όλους μας.κάθε χρόνο και κάθα είς το ερμηνευγη και το μεταδίδη με το δικό του τρόπο …απο γενιά σε γενιά αλλά όλοι φτάνουμε στο τέλος στο ίδιο αποτέλεσμα…πάντα στον ίδιο τόπο …που ????? )
Στο λουρή του Αγίου Πέτρου στη Άυλόπορτα του Παράδεισου….
Οι εκπρόσωποι του θεού ( οι παπάδες) …μας καλούνε δια του λόγου τους..και μας παροτρίνουν συνεχώς να αποφεύγουμε τις αμαρτίες τα πολλά κρέτα τα λίπη και τα πυλάφια και να προτιμούμε τα όσπρια τα χόρτα και όλα γενικά τα λαδερά και τον μπακαλιάρο και να πηγαίνουμε στο μικροβιολογικό τους εργαστήριο για να μας πάρουνε αίμα και να κάνουνε συχνα τις απαραίτητες μικροβιολογικές εξετάσεις …και να είμαστε πάντα έτοιμοι για το τέστ κοπώσεως…του Αγίου.Πέτρου….και ο κάθε ένας κατά που είναι σκλάβος στα πάθη ντου …..χαράση και τη μοίρα ντου……Πρώτα πρέπη να ντυθή ο κάθε ένας μας…μέ τον μανδύα της ταπείνωσης… να χαλιναγωγήση τα πάθη του και τον εαυτόν αυτού……και κατα τον ποδαρόδρομόν του στη στράτα τσι ζωής…να μη κάμη λάθος σε κανένα σταυροδρόμι…απο…αυτά που θα συναντηση…στη ζωή ντου.και στο τέλος…αντι να βρεθή αλλου.να πάη αλλού΄΄…και καμια φορά πομένη και χάνεται και μεσόστρατα…
( ο ‘εχων ώτα ακούη΄)…………


…ΓΙΑ ΧΑΡΗ ΣΟΥ ΕΤΑΧΤΙΚΑ ΣΤΣΙ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΤΑ ΜΑΥΡΑ ΡΟΥΧΑ ΝΑ ΦΟΡΩ ΚΛΑΘΕ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΡΗ…….

Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

ΑΠΟΚΡΕΣ ΣΤΟ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ..........ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Αποκρές στο ψηλορείτη
Παλιά η αποκρές στα χωριά του ψηλορείτη δεν είχανε πράμμα το σπουδαία. Ήτανε μέρες μόνο για να ποκρηγιώσουνε στα σπίθια να μήν ξαναφάνε κριάς και διάφορα άλλα λεριά ( όπως τυροκομιό αυγά κλπ) μέχρι την ημέρα τσι Λαμπρής. Οι μέρες τσί αποκριάς ήτανε λίγο κομικές εμουζώνανε οι γιαθρώποι τσι μούρες τωνε απο τα τηγάνια και τα τσικάλια οι άντρες εφορούσανε φουστάνες απο τσι γριές και εβάνανε στι ράχη πανιά τάχα πως ήτανε καμπούρες και οι γυναίκες εφορούσανε στιβάνια και αντρικά ρούχα με κρουσάτο μαντήλι στην κεφαλή και το παίζανε άντρες όπως και νάτανε ντυμένοι στην μέση τους εδένανε λέρια και καμπανέλια που όπως εχοροπηδούσανε επαίζανε και τα λέρια που εβαστούσανε. Στη μούρη όποιος δέν ήθελε να μουζωθή έβανε ένα διάφανω μαντήλι που εθώριενε από μέσα χωρίς οι άλλοι να γατένε πιός είναι.
Όπου επαρουσιάζουντονε οι μασκαράδες επηγαίνανε συνήθως ομαδικά στα σπίθια και στους δρόμους και εχοροπηδούσανε γη εχορέγανε άμα το ράδιο γή το γραμόφωνο έπαιζε καιμιά πλάκα με κρητικά τραγούδια. Στο πιό σύχρονο ντύσιμο των μασκαράδων ήτανε κομμένη εφημερίδα πού εκάνανε την σημερινή προσωπίδα με τρύπες για να φέγγουνε τα μάθια ντωνε να θωρούνε να πορπατούνε και στην κεφαλή εσάζανε πάλι με εφημερίδα ένα μακρόστενο καπέλο σάν του αστρολόγου πού είχε ο καζαμίας στο ξώφυλον του κάθε χρόνο ζωγραφισμένο
Οι άλλοι όπως τσι ξανοίγανε ντυμένους εβάνανε το μυαλό ντωνε σε μεγάλη ερευνητική παρατηρητικότητα, για το πιός είναι ό κάθε μασκαρεμένος που μετα έλεγε πώς σε όλα τα σπίθια που επήα δεν με γνώρισε κανείς παρά ο τάδε......
Τσ’αποκρές τσι ζούσανε και οιβοσκοί στ’όρη που εξωμένανε στα σπιτάκια. Μια χρονιά λέη ήτανε δυο βοσκοί και εψίνανε ένα γουλίδι κρέας σε μιά ξύλινη σούβλα πού είχανε καομένα αμοναχοί ντωνε ετρώγανε λοιπόν το βράδυ το κρέας επετούσανε και τα κόκαλα τω σκυλώ, μα ήτωνε πολύ το κρέας καιτο λυπηθήκανε να το δώσουνε σ’τσι σκύλους τόσονα κρέας και αποφασίσανε να θέσουνε και τα μεσάνυχτα που θα μεταπνήσουνε θα κάτσουνε να το ποφάνε αφου η άλλη μέρα που εξημέρωνε ήτανε καθαρή Δευτέρα και δεν τρώνε. Το κρέας τόχανε δίπλα στη φωθιά που έναφτε μέσα στο γυριστό σπιτάκι αυτοί εθέκανε απάνω σ΄τσι θρύμπες που είχανε οι πεζούλες και εκουκουλωθήκανε τσι γαμπάδες τωνε και εποκοιμηθήκανε, απο την κούραση δεν εξυπνήσανε την ώρα που έπρεπε να φάνε το κρέας. Και ΄΄οταν άρχισε να ξυμερώνη ξύπνά O γής και θωρή το κρέας αφάωτο και πιάνη την βέργα ντου και παίζη μια μπίκια τ’αλλού έκια που εκοιμούντανε έ κακομοίρη βούιδαρε και επόμεινενε το κρέας καί εδά, λέη πελαγωμένος και του ΄κανη ο άλλος που είχιενε πιό πραχτικό μυαλό, δεν πειράζη βάλε το γαμπά σου στη πόρτα να σκοτινιάση να φάνε το κρέας και απής θα το φάνε θα βγούμε όξω απο το σπιτάκι,να μασε δή ο ήλιος μα το ίδιο κάνη. Και με τον τρόπο αυτό καθυστερίσανε περισσότερο την διάρκεια της νύχτα και έτσι δεν είχανε καμιά αμαρτία που εφάγανε λεριά (αρτήσιμα)την καθαρή Δευτέρα......

ΜΙΑ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΗ ΠΑΡΕΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Μιά μερακλίδικη παρέα στη χώρα
Το λεωφωρείο πρωί-πρωί εξεκίνανε απο το πρώτο χωριό του Ψηλορείτη και επέρνανε ύστερα από όλα τα ορεινά χωρά το ένα πίσω απο το άλλο που το περιμένανε οι γ΄αθρώποι ο ένας έδειδε παραγγελιές άλλος δέματα –κιβώτια του γαλάτου, - κανισκάρια - πετροκόφινα σταφυλοκόφινα γαζοντενέκες μέ λάδι, και σε ότι εχώριενε του κάθα νούς τα μπράτη στο ανάλογο χρειαζόμενο και όλοι μαζί για τη χώρα.
πρέπη ακομη να πούμε ότι την ίδια διαδρομη έκαναν δυο αυτοκίνητα που ξεκινούσανε μαζι μόνο που ο ένας ήταν λιγόψυχος και σβέλτος στη οδήγηση και πηγαινε πολύ γρήγορα και ο άλλος ήταν μπάσος και πηγαινε αργά έλεγε ιστορίες
μια φορα λοιπόν ό ένας οδηγός του λεωφορείου θωρη σένα χωριό που επέρνανε και έπερνε τσι επιβατες δυο τρείς γυναικες και εστέκανε στη στάση κια΄ποκιας δεν εμπαίνανε να φ'υγουνε και τονε κάνη νόημα εμπάστε γιατί φεύγουμε και λένε κιαυτές όη δεν μπαίνουμε στο δικό σου γιατι γλακάς και φοβούμαστε να μη μας σε γκρεμήσηςκαι θα πάμε με το άλλο που πάη αργά και και δεν γλακά. - και τονε λέη και αυτός για να τσι πειράξη... ΕΕε ίντα να σας σε κάμω γω αφού δεν θέτεμετα μένα να πάτε στην ώρα σας αμέτε με τον αλλο να φταξετε το μεσημέρι, μόνο αμέτε μα πάρετε μπάρε μου ψωμί και ελιέςαπο το σπίτι να τρώτε μέχρι να φτάξετε στο λεωφορείο
Στη σκάρα εφορτώνανε μπρουλισταρές τσ’όρθες που τσί πηγαίνανε και αυτές μέσα...(δηλαδη στη χώρα όπως ενοούσανε απο το μπεντένι και μέσα)
Το λεωφωρείο ήτανε φορτο-επιβατηγό δηλαδή απο τη μέση και οπίσω ήτανε κλειστό και εφορτώνανε τα πράμματα, τα μιγώμια και ότι άλλο ήτανε φορτίο και απο την μέση και όμπρός είχιενε καθηστούρες μονοκόματες που εχωρούσανε να κάθουντονε δυό επιβάτες και στη μέση ένα κοπέλι. Πολλές φορές ανάλογα την εποχή γή την στραθιά εθώριες στον πίσω χώρο του λεωφωρείου ( τών φορτίων) μαντρισμένα ζά, χοίροι, γή κιανένα μουσκάρι που για να το φορτώσουνε επειδής ήτανε βαρύ,εσημώνανε το αμάξι δίπλα σε τράφο για να μπή μέσα με το ζόρε σπροχτό καιβολοσερτό το μουσκάρι. Τα παραθύρια είχανε κουρτινάκια και επηγαίνανε τα κοπέλια και τα πηράζανε πέρα-δόθε και τα μάνιζενε ο εισπράχτορας και ο πατέρας τονε. Και απο το πολύ σύρε-ξέσυρε στη κάτω μπάντα ήτανε σκισμένα και ξεπαραλησμένα.
Έκια στα παραθύρια εκρεμούσανε στο γιαγιερμό και τσι μπρουλισταρές τα χάσικα κουλούρια που τα ξανοίγανε τα κοπέλια στα χωριά και ετρέχανε τα σάλια ντωνε
Μέσα στο λεωφωρείο εκουβεδιάζανε οι επιβάτες εκάνανε και καμιά καινούργια γνώρα και σαν κινητό καφενείο εκινιούντανε το λεωφωρείο για τη χώρα
καμιά φορά χειμώνα καιρού στις κακοκαιρίες όπου ήτανε σε παρακλάδια ο δρόμος ακόμα χωματένιος και είχε φρεσκο βρέξη απο τη λασπουριά άν κολούσε το αμάξι εκατεβαίνανε όλοι μαζι και εντιδέρνανε στην απο πέρα μπάντα και εξαναμπαίνανε πάλι και αν έκανε διαφορικό και εχριέζουντονε οι άντρες το σπρώχνανε κιόλας να ξεκολήση η εκοβανε κλαδια και πέτρες όλοι μαζι και τσι πετούσανε στη ροδιά να βοηθήσουνε τη ρόδα στις λάσπες να περάση γιατι καμια φορά ήτα τόση λάσπη που ακουμπαγε μέχρι και το σασι του αυτοκινήτου
Στη διάρκεια τσι διαδρομής απο τσι πολλές στροφές και το καταχτυπιό εφτάνανε οι περισότεροι επιβάτες ζαλισμένοι στη χώρα όπως μισο αναισθητα εφτάνανε και τα ζούμπερα μα προπαντός οι γι’ορθες τόση ώρα κρεμασμένες ανάποδα απο τα πόδια....

-Εσύ σύντεκνε ίντα δουλειά εχης και πάς μέσα
-Γιάε ότι ώρα κάμης τσι δουλειές σου θα σμήξωμε τάδε πού...
-Εγω ήρθα να πλερωθώ τα απίδια και μούχει γραμμένα η συντέκνισά σου έπαέ σ’ένα χαρτί διάφορα πουσούνια να
πάρω και να τσι βρώ μπογιές γιατί θέλη να βάψη τα όργατα.
Αφού ελέγανε ο κάθα είς για ίντα δουλειά επηγαίνανε στη χώρα εσυνενοηθήκανε έξε-οχτώ νομάτοι τσι παρέας πώς αφου κάμουνε τσι δουλειές τωνε θα πάνε στου πονηρού το μαγαζί ( στα γουρσουζάδικα ) να φάνε πράμμα σάμε να’ρθή η ώρα να πάρουνε πάλι το αμάξι να για’γήρουνε στα χωριά’ντονε.
Σάν εσήμωσενε η ώρα τσί θώριες και εξετρυπούσανε απο πέρα και από πόδε και μπαίνουνε στου πονηρού που ο μαγαζάτορας ήτανε φαίνεται όνομα και πράμμα σάμε να τσι δή τσι καλοσώρισε και εχάρικε και εγίνηκε’νε θυσία για να τσι περιποιηθή πιάνη γερά-γερά και σμήγη τρία –τέσσερα τραπεζάκια και τωνετοιμασενε ότι καλύτερο διέθεται το κατάστημα
Μετά απο πολλά χρόνια ένας τσι παρέας εδιηγούντανε πώς έτσα φαωπιοτούρα δέν έκαμε ποτές του, και πώς μέσα σε αυτά που εφάγανε και είπιανε ορκίζουντανε στα κόκκαλα τσι μάνας του πώς εφάγανε και μιά μπλεχτή κρομύδια, σκεφτήτε τά άλλα πόσα ήτανε, και στη ν’υστεριά εβρήκανε και μιά λύρα και τηνε επήρενε ένας τσι παρέας και εντάκαρε και έπαιζε και εντακάρανε στην αρχή αποσίγανα μαντηναδάκια, και στο τέλος εντακάρανε και τραγουδούσανε και εσέρνανε κάτι φωνάρες που οι περαστικοί εστέκουντονε στη πόρτα και στα παραθύρια και άλλοι τσι καμαρώνανε, και άλλοι τσι φοβούντανε έκια που τσι γρυκούσανε.
Έκια δα εξεχώριζενε η διαφορά των δύο τάξεων της κοινωνίας των αθρώπων η μιά τάξη από’ξω εγενηθήκανε για να δουλένε στην ζωή ντονε και η άλλη που ήτανε μέσα εγενηθήκανε για να γλεντίζουνε στην ζωή ντονε....
Κάνα’δυό φορές που έπαιζε παθητικά στη βουργάρα τη λύρα εσήκωθήκανε και εχορέψανε συρτό μέ ψιμιδευτά όμορφα ζάλα. Και αγγαλιαστό πεντοζάλι..απο το μεράκι η κεφαλή του λυράρη επήγαινε δεξά και ζερβά και ανοιγόκλεινε τα μάθια ντου γιατί τον έπιανε και αυτόν, το πάθος τσι λύρας...
Σάν ήρθενε η ώρα να φύγουνε εσηκωθήκανε όλοι μαζί και ετσακώνουντανε πιός να πρωτο-πληρώση, στό καυγά έλαβε μέρος και ο πονηρός που απο την πλευράν του αυτός ήθελε να τσι βγάλη όλους όξω απο το μαγαζί και δεν τους άφηνε να πληρώσουνε και τους έσπρωχνε να πορίσουνε πρός την πόρτα... μα στο τέλος τονε πλερώσανε και με το παραπάνω...
Σάν επορπατούσανε και επηγαίνανε όθεν την χανιόπορτα στό δρόμο ετραγουδούσανε και εμπήκανε στο λεωφωρείο..οι μαντινάδες επληθιάνανε σάν επεράσανε το βουλισμένο αλώνι και επιάνανε τα πίσω χωριά που ο κάθα είς σάν έφτανε στο χωριό ντου ήθελα ‘κατεβή να φωνιάξη και του καφεντζή να τσι κεράση ΄ότι θέλη ο κάθα είς αλλοιώς δεν έφηνε να φύγη το λεωφωρείο .το ίδιο εγίνουντονε σ’όλα τα χωριά σάμε να φτάξη το τελευταίο αδιαφορώντας πιά θα ήταν η ώρα της επιστροφής του λεωφωρείου.

Μόνο που μια γριά η κακομοίρα εγιάγερνε απο την χώρα που την είχανε παομένη η εγγόνη ντζι για να τσι κάμη το καλιμέντο ( για τα αδόδια ντζη,λές και είχιενε και τα πολλά, δυό ήτανε απομινάρικα και με κεινανά εμάσενε) Αυτή την κακομοίρα την είχιε νε πειραγμένα η βενζινιά του αμαξού και οι στροφές και εσαλιώφθιενε στο μαντιλάκι τζι και εβάστανε καμπουριασμένη με τα δυο ντζι χέρια το μπροστινο χερούλι στο κάθισμα και η κεφαλή ντζι ήτανε σκυμένη ανάμεσα στα χέρια που δεν εμπόριενε απο τη ζάλι και απο το κακκό να τηνε στέση ορθή και έτασε’νε να πέψη μια μποτίλια λάδι στη χάρη ντου στο τίμιο σταυρό στο Στρούμπουλα γή στη άλλη εκκλησά του τιμίου σταυρού τσι Γαραζανής κορφής να τηνε γλυτώση απο τούτονα το κακκό και το σύθρηνο και να φτάξη στο χωριόν τζι...και εθάριενε πώς έχανε τον κόσμο..και αλέθανε τα μάθια ν’τζι και τσί’ρχουντανε να βγάλη τα σκόθια’ντζι..και έβανε στό νού’τζι,
Πώς η όλης και ανε ξαναπορήση απο το χωριό κι’όξω..... σάμε να ζή........

Ο ΛΥΧΝΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΗΛΕΚΤΡΙΚΟ ΡΕΥΜΑ....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ο πετρόλυχνος τσι ΓΡΙΑΣ

Η κακομοίρα η γρια σκαλίδενα που ο θεός να αναπάψη την ψυχην τζι έκια που κοίτεται ήτανε καλη γυναίκα ήσυχη λιγομίλητη και νυκοκαιρά ένα μικρό ελατωματάκι είχιενε μόνο που δεν ήτανε χουβαρτού , άρα ίντα ήτανε λοιπόν, ήτωνε τσιγκούνα, Μεγάλο κουσούρι κείνα τα χρόνια για τα μετόχια γιατί όλοι οι άλλοι ήτωνε χουβαρτάδες μέχρι τη λέξι σκορπαλευράδες εμπόριενε κιανής να σφάξη το κοπέλι ντου ,,,,,,για να το κάνη ραέτη και να ευχαριστήση μιά παρέα που ευρεθηκε στο σπίτιν του
Η κακομήτσα η σκαλίδενα είχε απόλα τα αγαθά του θεού στο σπίτι τζι, και ίντα δεν είχιενε....στα πυθαρια ήτανε ο καρπός σ,τσί μαγατζέδες τσι, ειχιενε γεμάτα τα πυθάρια, το λάδι τα κρασά τζι το κάθε τζι πράμμα αλλά απο το κατώφυλιο του σπιθιού τζι και μέσα δεν έμπαινε άθρωπος χωρίς ΄λογο όπως είναι σήμερο οι περισότερες νοικοκαιρές στων αθρώπω τα σπίθια ,άρα αυτη επήγαινε νε 50 χρόνια πιό μπροστά τότες απο τσι ποδέλοιπες..στην εποχήν τζι.....
Ας είναι δα,ακόμη και στο λύχνο που άναφτενε τα βράδυα επρόσεχε το φυτήλι να βγαίνη κοντό κοντό στο γλωσίδι του λύχνου για να νάχη πλιά μική φλόγα και να καίη πιο λίγο απο τσι άλλες χωριανές τσι, και όντενε μαζώνανε χοχλιούς τσι νύχτες στα λακια και στο παχύν,αμμο εθώριες όλοι οι άλλοι λυχνοι και εξεχωρίζανε σε κεριά π.χ των άλλωνών είτανε 100 WATT και αυτηνής είτανε σαν το καντυλάκι τσι κρεβατοκάμερας που αφηνουνε στα σημερινά σπίθια οι γιαθρώποι κοντα στα 5 WATT
.Και εξεχώριζε νε απο αλάργο μέσα στο σκοτίδι ο λύχνος τσι απο των αλλωνών, με αποτέλεσμα απο την καηριά τζι να μη ξοδεγεται στο λάδι εμαζώνανε ο κάθα εις ένα κοντόγεμο καλάθι χοχλιούς και αυτη η κακομήτσα ούτε δεν το μέσαζε γιατι τσι πιό πολλούς χοχλιούς στη περασάτζι δεν τσι θώριενε και πολλές φορές τσι πάθιενε κιόλας και τσι σκότωνε..
την άλλη μέρα την ταχυνή τσι γρύκας τσι χωριανους να ρωτά ο γείς τον άλλο εβρήκιετε μωρέ πράμμα ? δηλαδή πόσους χοχλιούς εβρήκανε την νύχτα εκιά που επίανε γιατί αλλού επήγαινε η μιά πατούλια και εγύρεγιε και αλλού η άλλη...
-εμείς έκια που επίαμενε 'ητανε οσάν την άμμο οι παντέρμοι,
τσί/χανε αμάζωχτους και ήτανε όλοι χοντροι και καλλοί
- ντα που επίετε
- εμείς επίαμε απο το λαγαρίδι και εγύραμε οθέν του κεφαλογιάννη το σόχωρο και εκατεβήκαμε τσι μάντρες επεράσαμε του ριγοβασίλη ταλώνι και εφτάξαμε στο μπελεγρίνο ε.ε..ίσα με κιά δεν εβρήκαμε πολλούς, έτσα πού κ,ένα πέρα πόδε γιατί τσίχανε ξαναμαζωμένα, μα απείς επήραμε πέρα και εμπήκαμε στην αποπερωθιό μπάντα οθεν το μεσσονήσι στη ποταμίδα και εμπήκαμε στο κατσουνηδω τα αμπέλια δεν είχαμε ιντα να τσι κάμωμε.έκια στη απο πέρα μπάντα ήτανε σκιάς δέκα νομάτοι στου ιζάμη τη στροφη και εγυρέγανε και ήτανε ντελικανιδάκια και θα ήτανε πλαδιανιωτάκια και τάξε πως ήτανε του αγροφυλάκου τα κοπέλια
- εσεις εβρήκιετε χοντρούς καλούς χοχλιούς μα εμείς μόνο πώς επορίσαμε εμάς ήτανε οι πλιά πολύ λιανοι και που κένας χοντρός και δεν κάνουνε πράμμα παρα μόνο να τσι βάλη κιανείς με το ρύζι, και έσερναμε και το μικιό και εμέζωνε και αυτός δεν εγάτεχιε να μαζώνη καιο έβανε και τσι ζουζούρους...........
-ντα που επίετε εσείς και δεν εβρήκιετε πράμμα ?
-εμείς επίαμε όθεν την γραμπέλα και εγήραμε πέρα στο μαρκουλί και εφτάξαμε μέρχι στα βορινά απο πέρα στου καλέργη τσι λαγκούς και εκατεβήκαμε στο παχύναμμο.
-έκια μόνο πως επίετε γιατι τσι μαζώνουνε οι γαραζανοι κάθε χρόνο και δεν έχη να διαλέτε και να πηγαίνετε σε τόπο αμάλαγο.
-μα δεν μου λές μωρε ίντα εγηρέγανε εκεινηνα οι δυο ξένοι που επεράσανε λέη οπροθές από παέ
- ντα ίντα δεν σούπανε εσένα κιανείς πράμμα ?
- όη ογιάντας ?
- εξανοίξανε λέη ίντα χρειάζεται για να μας σε βάλουνε λέη ρεύμα..
-

Και όταν ήλθανε λέη και εβάλανε το ρεύμα στα σπίθια..στο χωριο, εβάλανε και στο σπίτι τσι σκαλίδενας, και οντενε πήγαινε ο υπάλληλος και έπερνε την μέτρηση του ρολογιού επαρατήρηξε πως το ρολόι τζι δεν είχιενε καημένα καθόλου ρεύμα μα όταν λένε καθόλου ενοούμε ντίπη..ψιχάλη. και ο υπάλληλος εσκέφτηκιε ογιάντας δεν γράφη? μπάς και είναι χαλασμένο το ρολόι να πη στη υπηρεσία να το αλλάξουνε.. για να τη βρώ να τη ρωτήξω...... και τσι λέη
-Έέε...ε θειά ογιάντας δεν γράφη το ρολόι σου
δεν ανάφτης το βράδυ την λάμπα ?
-Και του λέη και αυτη...άφτωτη παιδί μου οντε θα χάσω καιθα γυραίω το σπίρτα για να ανάψω το λύχνο...........

ΤΟ ΠΥΓΑΔΙ ΤΟΥ ΔΡΑΚΟΥ ΣΤΟ ΚΑΛΟΚΥΡΟ....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Το δρακο-πύγαηδο
( φαρατσανό-ανεμομυλιανός μύθος )
απο πολλά χρόνια το θυμούντε οι χωριανοί ετούτονα το πυγάδι στην άκρη του ποταμού μέσα στο σκιανό που κάνουνε οι απλατάνοι Έβγαινε παλιά μια αγκαλιά νερό μέσα απο μια τρύπα πού έκανε κάραβο και επήγαινε μέσα σαν το σπυλιάρη λοής και το νερό απο την σκοτεινιά του σκιανιού εφαίνουντονε σκούρο και άμα εξάνοιγες στην κολύμπα εφαίνου ντονε η μούρη του αθρώπου αλλαξο-μουριασμένη κάθ όλη την διάρκεια της ημέρας μα προπαντός το δίκιο μεσημέρι που αναλώνουντε και πορπατούνε τα φανταξά... έτσα το λέγανε η γριές και εφοβερίζανε τα άταχτα κοπέλια
Έκια λέη ήζενε ένας δράκος μέ πόδια, αυτός έμιαζε σαν αυτόν που σκοτώνη ο ΆΙ Γιώργης στα εικονίσματα, επόριζενε λέη και το θωρούσανε οι αθρώποι πολλές φορές και επόριζε και έθετε στα χόρτα στην φλέγα δίπλα σ’τσι φτέρες μέσα σ’τσι βρουλιέςΑυτό δε επήραζε αθρώπους παρά άμα θελα πινάση πολύ ήθελα πορπατήξη να πάη να αρπάξη καμιά ν’αίγα να την φάη, λένε πως μιά φορά επνιξε ένα γάιδαρο. Ο δράκος δεν εγλάκανε επήγαινε-αργά’ καί όπου επορπάθιενε εφαίντονε η αποβολήν του και η βολοσυρέ ντου πέρα-πόδε κοντά στη φλέγαΟι γιαθρώποι όμως για να μη τσι πειράζη το θεριό εσημώνανε πέρα-πέρα στο δέτη (κοντά στην πηγή ) και του πετούσανε όσα ζά εψωφούσανε για να μη τωνε τρώη τα αναθροφάρια που είχανε ζωντάρια στα σπίθια για να μεγαλόνουνε τα κοπέλια ντου ο κάθα’είς......Από κείνονα τον δέτη εγκρεμίζανε και τσι γαιδάρους όταν ήτανε η ώρα ντονε και ήτανε η καλύτερη τροφή του θεριού
Οι σκύλοι εξανοίγανε απο αλάργο το θεριο που έτρωε μα δεν εσημώνανε γιατί το φοβούντανε
Γύρω γύρω απο την φλέγα το θεριό είχιενε καομένα κηλιστριά απο το σύρε-ξέσυρε
Μια φορά λέη ήτανε ένας βοσκός που ήτανε φαμέγυιος εβάστανε την λύρα ντου στη βούργια και όπως εκάθουντονε απο πάνω στο δέτη και επαιζε σε μιαολιά θωρη το θεριό και προβέρνη στη άκρη τσι 5κολύμπας και εφρουκάζουντονε, και έκια που

εγρύκανε σφαλίζη τα μάθια ντου και εμπράγινε νε η μούρη ντου, και επομεινε χαμογελαστή,Φαίνεται πώς
και το θεριό εμερακλώθηκε απο τσι κοντυλιές που εγρύκανε τσι λύρας και όση ώρα λέη έπαιζε την ασφενταμένια λύρα ο βοσκός, το θεριό δεν εκούνησε απόκια που έθεκιενε....
Και μιά αργαδινή το κακκό γενάρη που λένε στη μεγάλη τσίκνη πού άπο λίγο να γενή η συντελεία του κόσμου εχάθηκε το θεριό και δεν εξαναπόρισε απο τη φλέγα.
Ετότες σας εδά ήτανε που εχάθηκε και το νερό και ελίγανε και απο μιά αγκαλιά τρέχη ένα δαχτύλι
Πόλλοί ΄λένε πώς εβούλισενε μέσα η γής και εχάθηκε το νερό και επέτρωσε και το θεριό και το σκότωσε νε, και άλλοι πάλι λένε πώς δεν εσκοτώθηκε μόνο πως έφυγε από ετούτονα τον τόπο και πρέπη να φανή αλλού από άλλη τρύπα απο την άλλη μπάντα του ψηλορείτη απο Αμάρι ποθές
Ολοι περιμένουνε ακόμη να’κούσουνε πως εφάνηκε αλλού ο Δράκος,τα κοπέλια όμως αμοναχά ακόμη και εδά δεν σημώνουνε στο δρακο-πύγαηδο.....ούτε το δίκιο μεσημέρι που είναι μέρα και όλοι οι γ.αθρώποι κυκλοφορούνε έκια γύρω στα χωράφια ντωνε και δουλένε και γρυκούντε απο γύρω να τραγουδούνε....όχι όμως οι συμερινή γενιά αλλά οι ψυχιες των προτυτερων γενεών γιατι οι τωρινοί πορπατούνε μόνο έκια που πάη το αμάξι και η εξέληξη........και το δρακοπυγαηδο το γνωρίζουνε μόνο απο τα καφενεία του χωριού και αποτις ιστορίες που γρυκούνε κάθε ντίς και

Ο ΠΑΤΟΥΧΑΣ ΤΟΥ ΨΗΛΟΡΕΙΤΗ......ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο πατούχας του ψηλορείτη

Σ’όλα τα χωριά αμα ξανοίξης θα βρής κιανένα μικιό γη μεγάλουρο πατούχα σόλες τις εποχές, απο τα παλιά χρόνια απο αυτά που εργυκούσαμε καί λέγανε σάμε αυτά που εφτάξαμε....
Γιατροί δεν υπήρχανε τότες και άμα ερώσταινε κιανένα κοπέλι μικιό, δεν εμπορούσανε να του κάμουνε μπράμμα, πέρα απο το να του θέσουνε ποτήρια γη κιανένα βύσαλο, καμιά φορά του κόγανε και το σαρικλίκι ντου και σε βαριά αρώσια γή απο ένα μεγάλο πυρετό στο κοπέλι επόμενε-νε ύστερα στην υπόλοιπη ζωή ντου έτσα κάτι τίς, και εβασανίζουντα νε...
Το λοιπόν ένα τέθιο κοπέλι που εγλύτωσε το θάνατο μικιό, του πόμεινε-νε ένα μικρό ελατωματάκι απο την αρώσια αλλά ικανό να το βασανίζη και να μη μπορή να καταταγή αργότερα στούς κανονικούς και υγιής αθρώπους τσι κοινωνίας που ζούσε. Ο τόπος του ήτανε τα ορεινά χωριά του Ψηλορείτη και σαν εμεγάλωσε νε ύστερα εγίνηκε ένας γεροδεμένος άντρας σάν το θεριό με χοντρές χερούκλες και ατζάρες που επορπάθιενε ο κακομήτσης ξυπόλυτος μέ καρδιά μικρού παιδιού και γύριζε όλα τα χωριά απο το τελευταίο τα όροι σάμε το πρώτο-πρώτο που ήτανε χτισμένο στο γυρογυάλι.. του άρεσε να πορπατή στα χωράφια καινα μη φωρή παπούτσα
Οι πατούχιες του επειδή δεν εφόριενε ποτές του καλύκωση ήτανε απο κάτω σκληρές σαν το πετσί και δέν ετρυπούσανε ανε’πάθιενε και ταυλιά με
μπρόκιες. Πολλές φορές ελέγανε πώς, όπως επορπάθιενε τσι νύχτες στο σκοτίδι, του παντίχνανε σκοντζοχοίροι και τσι πάθιενε και τσι πέρνανε για καβαλίνες του γαιδάρου. Αγάπανε ούλους τσ’άθρώπους και τον αγαπούσανε και αυτοί,τονε προσέχανε επροσπαθούσανε να τονε ευχαριστήσουνε γιατί.. ήθελε αυτός να γενή έτσα που εγενήθηκε.. δέν ήθελε... έτσα τον έπεψε και αυτόν ο θεός.. Όπου επέρνανε τονε ποχιερίζανε ότι είχανε εκείνη-να την ώρα στα σπίθια οι γι’αθρώποι και τονε κερνούσανε και απο το καλύτερο κρασί. Αυτός εκάθουντονε
και απής ήθελα ξεκουραστή και ήθελα ρθή η ώρα ήθελα μισέψη να γύρη πέρα να πάη στο άλλο χωριό. Τον είχανε και των έκανε καμια παραγγελιά Ολοι εγατέχανε πως και αυτός τσι αγάπανε και τους το έδειχνε λέγωντας τους το γνωστο σε όλους το γάργαρο(γα...γα..γα..πώσε)δηλαδή σε αγαπώ πολύ πολλές
φορές στα χωριά επείραζενε ο ένας τον άλλον λέγωντας και αυτοί ανα’μεταξύς’ τονε γα-γα-γα-πώσε..….
Γιά όλους ο Πατούχας ήτανε ένα μικιό κοπέλι πού είχανε όλοι τσ’αμέντες τονε να μην πάθη πράμμα και για όλους ο καταπότης του χρόνου το κοπέλι τούτονα, δεν το μεγάλονε αλλά ήτανε πάντα μικρός δηλαδή ήταν ( ο γέρος μικιός ) που λένε τα παραμύθια.
Σ’όλη ντου τη ζωή επέρνανε καλά μέχρι που ήρθανε τα παντέρμα γέρα. όπως έρχοντε σε όλους και τσι βρήνουνε και τσι ταλαιπωρούνε. Ένας γέρος έλεγε πώς ο θεός πέμπη λέη τον άνθρωπο στόν κόσμο και στο τέλος τονε γερνά και τονε θέτη στο κρεβάτι τονε ταλαιπωρή τονε παζαβιά. το μυαλό φυραίνη δεν γνωρίζη τους οικείους του και τσι χωριανούς του τονε ξεφτελίζη καλά –καλά κιαπόκιας τονε πέρνη....Μα έτσανε κιόλας.
Στόν Μυλοποταμίτη Πατούχα ο θεός έκαμενε μια εξαίρεση.
Μια βραδυά έθεκιε κανονικά στα κοιμητόρουχα και δεν εξανασυκώθηκιε. Το μυαλόν του όμως εδούλεγε νε μέχρι την ώρα που επόθανε Ολοι απο το χωριό και απο όλα τα χωριά επερνούσανε και τονε θωρούσανε και το σπίτι δεν αδειαζε όλες τις ώρες τσι μέρας. Πολλές φορές κοντοχωριανοί όπως εδουλέγανε σ’τσί περουσίας εκάνανε διακοπή και εφεύγανε απο το χωράφινα πάνε να τονε δούνε τον κακομήτση και ΄πόκιας να γυαγύρουνε πάλι να συνεχίσουνε
Ο Πατούχας λοιπόν ήτανε στο κρεββάτι μα είχιενε τα λογικά ντου και εκουβέδιαζε με τσι αθρώπους μέχρι την ώρα που εκοιμήθη και απεδίμησεν εις κύριον.
Τα βράδυα οι χωριανοι απής εποδειπνούσανε επηγαίνανε και εποσπερίζανε δίπλα στο κρεββάτι του και εκαθίζανε γύρω γύρω και του κάνανε παρέα, ελέγανε ιστορίες παραμύθια αστεία,σάμε να’ρθή η ώρα να πάνε να θέσουνε. Και μιά ταχυνή εκούσανε τη καμπάνα νεκρίκια και ρωτούνε πιός επόθανε,
-Τον Πατούχα εβρήκανε πρωί πρωί ποθαμένο.
-Τονε θάψανε με μεγάλες τιμές τα στεφάνια ντου ήτανε στεμένα που δεν τα χώριενε το χωριό του βγάλανε λόγους και σε όλα τα μνημόσυνα εστένανε πλούσια τραπέζα που τάξε πώς ήτανε κάθε φορά γάμος....η και σαν πανηγύρι με χωρατά και αστεία στο τραπέζι και ιστορίες απο την ζωή του πατούχα των αζωντανών μα και των αποθαμένων και σαν ετρώγανε καλά και επίνανε κιόλας απο το πιό παλιό κόκκινο κρασί και εφευγανε οι εναπονήμαντες αζωντανοιχωριανοι για τα σπίθια ντωνε γή για τα καφενεία κατ.ευχαριστημένοι....

Ο ΑΣΚΗΝΤΗΣ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ.....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο ασκηντής ο Χρήστος

Ολοι οι γι’αθρώποι κλουθούνε Του Θεού άλλος απο αλάργο άλλος κοντά, άλλος φοβάται την μοναξά και κάνη τον σταυρό ντου χαχαλιάς και ψελίζη καθημερινά διάφορους ύμνους, υπάρχουνε και ορισμένοι που φορούνε τζουμπέδες για να αισθάνοντε ότι είναι ακόμη πιό πλησίον Του. Ο θεός όμως απο την μεριά ντου βοηθά ούλους τσι αδύναμους τωνε δίνη κουράγιο και αέρα να πορεύοντε στη ζωή του ,αλλά φοβερίζη και τους πολύ δυνατούς να κάθοντε στα αυγά και να μη πέρνουν τα μυαλά τους αέρα..καινα φυσά ο νούς τωνε ανάμεσα να φάνε τσι ποδέλοιπους πιά μικιούς, λοιπόν ανάμεσασε όλους αυτούς ήτανε και ο ασκηντής ο χρήστος ο οποίος ήζενε και επορπάθιενε στα χωριά του ψηλορείτη..
Ώς φαίνεται καμοιά μέρα μικιός θα τον είχιενε φορτωμένο ο αφέντης του απάνω στο σωμάρι και τονε λάλιενε ομπρός και αυτός θα ν,εκλούθα του γαιδάρου και έσερνε τσ,αίγες και αυτός εξυπάστικε σε κανένα δισταύρι και επέταξε το κοπελι πέρα ετούτος σας ο ξυπασάρης γάιδαρος και σάηκα το πέταξε σε πράμμα χαράκια απάνω και εχτύπησε στη κεφαλή και αυτός και αμοναχός απόκια και ύστερα του επόμεινε έτσα κάτι...τίς . Σάηκα οι γοναίοι ντου για να γενή καλά το γυρίζανε στσί πραχτικούς γιατρούς σ΄τσι εκλησές το σταυρώνανε του κρεμούσανε χαμαήλια στο λαιμό μα το κοπέλι δεν εγίνηκε καλά ακόμη και διαβαστικά του κάμανε μα πραμμα δεν εκατορθώσανε, και μεγάλος εδά πότε λίγο επάθενε διαλήματα ο νούς του και εστολίζουντονε με σίδερα στη μέση ντου αλυσίδες κατάσαρκα εφόριενε τον καλογερίστικο τζουμπέ η καλύκωση ντου ήτανε ένα ζευγάρη ξύλινα τσαρούχια τα οποία τά’χιενε αμοναχός του πελεκυμένα, εφώριενε μια πλαθιά πέτσινη ζώνη με ένα μεγάλο χαρταλάμη και έκια δα στη ζώνη εθώριες κρεμασμένα αρύδια κλαδευτήρους αλυσίδες μαχαίρια σπάθες και ακόμη εκρέμουντονε ένα τσαρούχι το οποίο ήταν σάν ρεζέρβα και αυτό στη ζερβή ντου μπάντα που άν επάθαινε πράμμα κανένα απο τα ξύλινα τσαρούχια που εφώριενε όπως εγύριζε στά βούνα να βάλη το καινούργιο να φύγη πάλι να μη πατη τσι αγκάθες ξυπόλιτος....
Στη κεφαλήν του εφόριενε ένα σιδερένιο εγγλέζικο κράνος και τα γένια ντου ήτανε πολλά χρόνια αχτένιστά και άπλητα και εκεί μέσα οι ψύλοι και οι ποντικοί είχανε δίπλα-δίπλα τσι φωλιές τωνε καμομένα. αυτός ο κακομήτσης είχιενε πολλά χρόνια να βάλη νερό στη μούρην του και απο αλάργο εγρύκας την υδρωτήλα και τα αποτελέσματα της απλησιάς του μαζί του δεν κράταγε ποτές χαρτί υγείας γιατι το είχιε αντικαταστήση με χαλικάκια του βουνού
Ο κακομήτσης ο Χρήστος εγύριζε νε όλα τα χωριά απο την άνοιξη καιρού σάμε τα πρωτο-βρόχια εμετακινιούντανε αργά και σταθερά σε κάθε περιφέρεια έκανε περίπου δέκα μέρες κια’πόκιας επήγαινε στην άλλη.
Η τροφή του ήτανε ανάλογα και την εποχή αγγινάρες χλωροκούκια μαντιλίδες κιανένα τσόχο καί ότι του δίνανε οι αθρώποι και ότι έτρωενε απο τα περβόλια γη απο τα αμπέλια (μπουρνέλες, αδρόμηλα σταφύλια,ρόδια και κανένα ξυλάγγουρο ντομάτες απο τα μποστάνια εδοκίμαζε σχεδόν απ’όλα όλες τις γεύσεις τα μογγέηκα πεπόνια, και τσί καρπούζες με τσι μικρούς σπόρους.)
Την εποχή που ελώνευγαν εσήμωνε στα αλώνια έμπενε στο βολόσυρο αλλά τα βούγια τον εθωρούσανε με τουτανα που εφώριενε και τα σίδερα που εβάστανε απάνων του επολεμούσανε να πορίσουνε όξω απο τ'αλώνι επήγαινε λοιπόν ο νοικοκύρης και εκανακιζε τα βούγια στο κούτελο να τα μπραγίνη έκανε μια στροφη και αυτός με το χρήστο απάνω στο βολόσυρω να ξεφοβηθούνε τα βούγια κιαπόκιας τον εφηνε μοναχό ντου σταλώνι και ελώνεγιε ό κακομήτσης ο χρήστος που ο θεός να αγιάση τα κοκαλάν του εκοε αλουμάκους απο τσ,ελιές και έσαζε των αθρώπω σταυρουλάκια ελαίνια να τσι βοηθά έκια που γυρίζανε στα χωράφια , το χρήστο οι γιαθρώποι τονε ταήζανε και του δείνανε απο το συνηθισμένο φαή του αλωνιού και σε αυτόν απο το μεσημεριανό φαή πατατοκολόκυθα με βλήτα γιαχνί του βάνανε και αυτινού σ’ένα ξεχωριστώ πιάτο γη στο καπάκι του γαλαφτιδιού και εκάθουντονε πέρα-πέρα στη άκρη του σκιανιού και έτρωε ότι του βάνανε
Τότες δεν υπήρχανε ράδια ούτε τηλεοράσεις ούτε ρεύμα μόνο λύχνοι και λάμπες πετρελαίου και ο κόσμος εψαχνε να βρή αιτία να διασκεδάζη, και έτσι λοιπόν μιά αργαδινή στο μετόχι όπως εποσπερίζανε όλοι μαζί και επαιγνιδιαρίζανε με τον Χρήστο και λέη ένας μπρε’σείς γατέτε ίντα εσκέφτηκα ? να παντrέψωμε το Χρήστο με τήν τάδε κοπελιά ( που ήτανε η καλύτερη κοπελιά τότες στη περιφέρεια ) και τονε συβάζουνε να την πάρη μόνο που πρέπει να ξομείνουνε και μαζί στο πάνω ονταδάκι γιατι άν δέν μπορη να τσι κάμη πράμμα ίντα τονε θέλη ? και εκάνανε πως εστρώνανε και το κρεββάτι και σαν ήτανε όλα έτοιμα πέμπουνε και τον υποψήφιο γαμπρό να πάη να θέση με την κοπελιά, και την ώρα που κάνη έτσε και σηκώνη το σεντόνι αντί να δή την κοπελιά θωρη κουκουλωμένο τον μεγάλον τζι αδερφό........
Και γρυκά και τσι αθρώπους στη πορτα και εγελοχαχαρίζανε
Ο Χρήστος επροσβάρθηκε και βγάνη μια σπάθα και τοντηνε εγύρισε να των τηνε παίξη στη προσβολήν του απάνω και λένε να βαρή θελη κιανενούς κοπελιού που ήτανε σημωμένα στα πόδια ντου, και ξεκρεμά γερά γερά ένας ένα τουφέκι και παίζη δυο μπαλίδια στον αέρα και απου-φύγη-φύγη ο Χρήστος. Εξαφανίστηκε ύστερα και δεν εξαναπρόβαλε στο μετόχι.....
Μετά από χρόνια εκούστηκε νε πώς τονε βρήκανε ποθαμένο μέσα σ’ένα σπυλιάρη σ’τσι κορφές του Φόδελε ποθές..... ο θεός να του συχωρέση και αυτός να μας σε συχωρέση για τα όσα του ξώνανε..........

ΓΙΩΜΑΤΑΣ ΤΟ ΓΗΙΝΟ ΡΟΛΟΙ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο γιωματάς (στα τάλαια όρη)
Ο Γιωματάς ήτανε ένα τεράστιο ρολώι των Μυλοποταμιτών πού έδειχνε καθημερινά την ώρα τού γεύματος (στην τοπολαλιά το γιώμα, εξ’ού και γιωματάς )Αυτό το τεράστιο ρωλόιτο είχαν οι παλαιοί για όλες τις εποχές του χρόνου μπορεί και για χιλιάδες χρόνια πρίν, μεταφερώμενο με στόμα απο γενιά σε γενιά. Ο Γιωματάς είναι μια τοποθεσία στη πλαγιά τσι Γαραζανής κορφής των Ταλαίων ορέων (του Κουλούκωνα) επι της αριστερής πλευράς τσι κορφής όπως φαίνεται απο τα χωριά του Μυλοποτάμου στόν απο-μέσα λαγκό απο την Αγιά, απο μακρυά φαίνεται σαν μια τεράστια λουρίδα χυμένου σπασμένου γαρμπιλιού και έχη μήκος κατά το ένα τέταρτο του τού συνολικού ύψους του Κουλούκωνα γύρω στα 300 μέτρα και βάλε... Η χυμένη αυτή μάζα του χαλικιού είναι δίπλα σ’ένα δέτη σ΄ένα τεράστιο λαγκό τσι κορφής που στήν άκρη του δέτη υπάρχη ένας μεγάλος αζίλακος φυτρωμένος. Ο σκιανιός του δέτη μαζί με την προέκταση του σκιανιού του αζίλακα σαν μπίκα….. δείχνουν και τα δυό μαζί ίντα ώρα είναι ανάλογα την εποχή ή την κλίση του ήλιου και παλιά όλοι ήξεραν και υπολόγιζαν ακριβώς ίντα ώρα ήτανε όλοι στή περιοχή άν ήτανε ώρα για να μπούνε τα βούγια στο αλώνη, ακόμη άν ήτανε ώρα για καβαρτί,για κολατσό και γιώμα….και για τσι βοσκούς ώρα για σταλιστό ή ξεσταλιστό των οζώ… και ακόμη και άλλες σπουδαίες εναλλαγές τσι μέρας για τσι βοσκούς και για τσι γεωργους.εξανοίγανε ανάλογα την τροχιά του ήλιου ίντα ώρα εξεσκιάνιαζε το χαλίκι γή ίντα ώρα εξεσκιάνιαζε το χαλίκι και να κατευθύνουνε το ωρολόγιον πρόγραμμα τής εκάστοτε ημέρας. Τα κοπέλια εβάνανε στοίχημα βλέποντας τον σκιανιό πώς η ώρα είναι δέκα και τέταρτο έλεγε ο ένας δέκα και μισή έλεγε ο άλλος και επεριμένανε άμα επέρνανε κανείς και εκράταγε ρολόι να τονε ρωτήξουνε να δούνε πιός απο τσι δυο θα κερδίση το στοιχημα, δηλαδή να τονε σηκώση στον ώμο και να τονε πάη βόλτα γύρω γύρω σε τέσσερεις κουτσουρολιές .
Πολλές φορές τα κοπέλια ηθέλανε να γιαγύρουνε από νωρίς τα οζά στο χωριό τάχα μου πώς ήτανε μεσημέρι αλλά αυτά όπως και να το σερβίρανε τσι γιαγιάς τονε αυτη η γρια εξάνοιγε τον γιωματά και εγάτεχιε την ώρα και τα εγιάγιερνε οπίσω…και ΄τά’σφιγγιενε απο πίσω…. Να τα τσαγωπνίξη πως είναι ακόμη πρωί και τα ζούμπερα έίναι ακόμη ντέλεμος, Μπορούμε να πούμε πώς το επιτοίχιο ρολώι αυτό ήτανε το ρολώι όλης της περιοχής απ’όπου και να φανερίζη φαίνεται απο χωριά κορφές λαγκούς ρυάκια Σήμερο το θωρούνε όλοι από γύρω-γύρω και δέν του δίνουνε σημασία γή να το πόυμε και αλλιώς, μάλλον δέν το ξανοίγη κιανείς γιατί όλοι έχουνε τα ρολόγια ντονε και το φωρή ο ΄καθα είς, εις την ζερβή ντου χέρα και έχη και σε κάθε τοίχο του σπιθιού ντου από ένα ρολόι κρεμασμένο μα δεν ξανοίγη την ώρα ούτε απόκια γιατί την νε θωρή κάθε ντίς και ντάη στην τηλεόραση, μα ακόμη πιό εύκολα υπάρχη απάνω στο κινητό γραμμένη..... Εεε τον παντέρμο κόσμο πώς άλλαξε στα τελευταία σαράντα χρόνια... Σάηκα τα ύστερα του κόσμου εφτάξανε...... και να μου το θυμάστε ίντα ώρα σας το λέω.......και δεν είναι και ψώματα...........

ΓΥΘΙΕΣ ΚΑΙ ΤΣΟΥΚΝΙΣΤΙΚΑ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ...ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Γυθιές και τσουκνιστικά

Πολλοί την διαβάζουνε αυτην την επικεφαλίδα μα λίγοι κατέχουνε ίντα θα πή
Λοιπόν τα παλιά χρόνια όποιος εβάριχνε νε ποθές για να μην κακοσυνέψη επηγαίνανε σε ειδικούς τους λέγανε πώς πότε και γιατι τραυματίστικε και μετά αυτοί επιάνανε με το αντίστοιχο χρειαζόμενο που ήτανε η αιτία να χτυπήση πέτρα ξύλο γη δεν γατέχω ίντα άλλο μπορή να βαρή κιανείς και άρχιζε και του σταυρωνε την πληγή με αυτό και έλεγε και μια γυθιά ψιθιριστά σχεδόν απο μέσα ντου τρείς φορές και μετά η πληγή θα κλιούσε χωρίς να κακοσυνέψη και να κυντινέψη ο τραυματίας . Πολλές φορές πάλι άμα είχε κιανείς καμιά πάθηση άς πούμε σήμερο καμιά χρόνια πάθηση και τονε επιανε κατα καιρούς ζάλι ή έτρωενε πράμα και είχε σαν αλεργικό, ακόμα και άλλες χίλιες δυό περιπτώσεις, τότες εκάνανε χρήση και στα τσουκνιστικά πήγαινε πάλι ο αρωστάρης στο ειδικό τού έλεγε τα συμπτώματα τσι αρρώσθιας καυτός έβανε κάρβουνα σ’ένα βύσαλο και έκιεγε άνθη ξεραμένα,ένα μικρο ποσοστό ήτανε και καβαλίνα του γαιδάρου, μερικές τρίχες ψαρές απο κεφαλή γριάς, κοκκαλάκια τσι νυχτερίδας μικρά κοκκαλάκια απο την χαχάλα του καβρού, μικρό κομματάκι απο το πουκάμισο του όφι που βγάζη το καλοκαίρι και διάφορα παρεμφερή δυλητιριώδη και γνωστά αντικείμενα της φύσης για να προκαλούνε τον φόβο.. Όπως εκάθουντονε ο αρωστάρης στην καρέκλα τονε όταν ήτανε ή ώρα για να τονε τσουκνίση επορίζανε όλοι όσοι ήτανε μέσα στο σπίτι όξω και έμενανε μόνο ο ειδικός γιατρός με τον αρωστάρη άναβε τα ανάλογα τσουκνιστικά μέσα σ’ένα βύσαλο και μετά τονε θύμιαζε με το βύσαλο τρείς φορές γύρω γύρω και στο τέλος άφηνε το βύσαλο κοντα στα πόδια του αρωστάρη και με την κατάλληλη φορά του αέρα ο καπνός να πηγαίνη κατα πάνω ντου για να τσουκνιστή καλά που απο τσι πολλούς καπνούς εκρουγουντονε ο αρωστάρης και στο τέλος εντάκιερνε να βύχη απο το πολύ καπίτουλο ( ο βύχας και η δισπνοια σύμφωνα πάντα με το κομπογιανήτη γιατρό ήτανε ένδειξη ότι τα κακκά πνέματα φεύγουνε απο την μπούκα του αρωστάρη και άμα δεν μπούνε καινούργια θα γίνη καλά.)
Όποιος ήτανε φευγάτος απο το χωριό και ήτανε παομένος στα ξένα αυτός εθεορούντανε κοσμογυρισμένος αυτός πάντα είχε την κλήση και την προοπτική να γίνη ο ειδικός για γυθιές και να κάνη χρήση και στα τσουκνιστικά, γιατί εκεί στα ξένα έβλεπε και εμάθενε πολλά όπως το κοπέλι που θα δείτε παρακάτω στην ιστορία που θα διαβάσετε με μεγάλι προσοχή.
Εκείνα-να τα χρόνια ετούτο-νά το κοπέλι ήτανε το υστεροβύζι και είχιενε η μάνα ντου δώδεκα γενιές καομένα μα ήτανε στη ζωή μόνο τρείς θυγατέρες και πέντε αρσενικά κοπέλια. Ο κύρης των ετούτο νά των κοπελιώ ήτανε σκοτωμένος στην επανάσταση του 1897, και από κια καί ύστερα η κακομοίρα η μάνα ντωνε είχιενε αξωθή του Χριστού τα πάθη να τα μεγαλώση και να μην τα φάη τσι Τουρκιάς η μπάλα.
Ετούτο να δα το υστεροβύζι πρέπει νάτανε δέκα δώδεκα χρονώ ταμάνιμως, μόνο αφηνωμε το ένα και πιάνωμε το άλλο, το πήρενε ο μπάρμπας του που το αγάπανε καλιά απο τα δικάν του κοπέλια και εκατέβηκε μαζί και με την μάνα ντου στο Καστέλι, έκια δά, εσήμωνε ένα καράβι και εφόρτωνε και εκουβάλιενε πελέκια για την Αφρική καιεγρυκούντανε πώς τα ξεφώρτωνε στην Αλεξάντρεια. Έσάσανε τα χαρθιά που εχριάζουντονε το κοπέλι και το παραδώσανε του καπετάνιου να το δώση τού άλλου θείου του κοπελιού που ήζενε πολλά χρόνια στα ξένα , αυτός σάηκας πρέπη νάτανε έκια αναμαζωμένος παραπάνω απο εικοσι-πέντε χρόνους πρίν, όπως τωνε διηγούντανε η μάνα ντωνε και επικοινωνούσανε μόνο με γράμματα καιδέν τον είχανε ξαναθωρώντας μπλιό. Τό μόνο που εκατέχανε από ένομής του , μόνο πώς ήτανε ανήπαντρος και του λέγανε στα γράμματα να παντρεφτή γιατί αυτός είναι ο προορισμός του αθρώπου.
Το λοιπός πάνε το κοπέλι στο λιμάνι το παραδείδουνε του καπετάνιου και η κακομοίρα η μάνα ντου τόκλεγε σε ούλο το δρόμο και του παράγγερνε κιόλας με χίλιες δυό αρμήνειες, σέ όλο τον δρόμο δεν αρνέψανε τα μάθιαν τζι το κλάημα και το αναστουλούφωμα τού δεινε εφκιές και ότι εμπόριενε να πή του κοπελιού και εκάτεχιε όλα του τά λεγε μαζωμένα μέχρι να το ποβγάλη να πάη στα ξένα.
To κοπέλι εστενοχωρούντανε που εθώριενε τη μάνα ντου να κλαίη μα πιό πολύ εχαίρουντονε που έπήγαινε στα ξένα στου μπαρπαδή ντου, Σάν εφτάξανε στο λιμάνι εξεφορτώσανε το γάιδαρο τα πράγματα, εδώκανε το κοπέλι στο καπετάνιο και μαζί τα χαρθιά ντου τα πράγματά του πού τάχανε ομορφο σασμένα μέσα σ’ένα σταφυλοκόφινο καισε πύλινη φλάσκα είχανε βαρμένη τσικουδιά,και σ’ένα μικρό ασκί είχανε σακιασμένα καλά καλά παλιό κρασί (μαρουβά) και σ’ένα μεγάλο ασκί λάδι, Σ’ένα πετροκόφινο είχανε καρύδια ξερά δυό-τρία τυρομαλάματα δυο τρία δεματάκια φασκομηλιά για το βραστάρη, και ένα τσούκο ελιές, σ’ένα πύλινο γαλαφτιδάκι σύγλινα και ένα γράμμα. Ετούτανα δά τα πέμπανε πεσκιέση του θείου απο τα μαξούλια ντονε.
Ας είναι δά, για να μη τα πολυ-λογούμαι εμπήκιενε το κοπέλι στο καράβι εφύγανε και όλα ήτανε καλά η θάλασσα τσι δυό πρώτες μέρες ήτανε λάδι, το κοπέλι εξάνοιγε όλο πρός την πλώρη του καραβιού και έβανε την παλάμη του δεξού χεριού ντου στο κούτελο για να μήν τονε θαμπώνη ο ήλιος και είχε τα μάθια ντου καρφωμένα μπάς και δή την στεριά και ανηπομονούσε πότε θα φτάξουνε με την φαντασία του εσκεφτουντονε πώς θα δή αλιώτικους αθρώπους όπως έλεγενε ο δάσκαλος στα θρησκευτικά έκια είναι η χώρα των φαραώ, η γής της επαγγελίας, του εφαίνουντονε πώς, όπως ο γάιδαρος στο χωριό κάνη καβαλίνες θα πρέπη έκιαοι καμήλες να κάνουνε στο δρόμο χρυσάφι, δηλαδή εφαντάζουντονε σάν να πήγαινε στο παράδεισο και απόκια πού εφυγε μπορεί να ήτανε και η κόλαση που λένε. Και έκια που περνούσανε ούλα τούτανα απο το μυαλό ντου σιγά-σιγά εντάκαρε να κουνά το καράβι καί σάμε να σκοτεινιάση είχιενε τόσηνα τρικυμία που το καράβι εκαταχτύπανε απάνω στα κύματα και όλοι εβαστούσανε καφκιά και αδιάζανε συνέχεια τα νερά που μπαίνανε μέσα απο τα κύματα για να μη βουλιάξουνε. Ο καπετάνιος έβαλε το κοπέλι μέσα και τό φραξε σαν το ριφάκι για να μη πορίζη όξω να το πάρη η θάλασσα, μα αυτό εξάνοιγενε απο την τρύπα του ρόζου τσι πόρτας και εθώριενε όλα όσα εγίνουντονε, και εβάστανε με τα δυό ντου χεράκια να μη πέση κιόλας. Επέράσανε μεγάλο ζόρε μέχρι να ρθή πάλι η θάλασσα μπονάτσα και κάποια μέρα εβοήθησε ο θεός και εφτάξανε και έφταξε και το κοπέλι και στού περιβόητου θείου.Αυτός δέν ήτανε έτσα που τονε φαντάζουντονε, αυτός ήτανε ένας αραμπάτης και κακομοιριασμένος άθρωπος, ήρθενε στα ξένα και αντι να γενή πιο καλός απ΄’οτι ήτανε αυτός εκατέβηκε στο προ τελευταίο σκαλοπάτι τσι κοινωνίας, έπαιζε νε κουμάρι εδούλεγε και όλα του τα λεφτά τα έτρωε νε στο κουμάρι γιαυτό και δεν αγιάγιερνε οπίσω στο χωριό γιατί είχε μπλέξη και εντρέπουντονε να γυαγύρη για να μη τονε πέζουνε οι γι’αθρώποι, με ίντα μούρη ήθελα τσι αντικρίση. Όλοι ήθελα το ρωτούνε στα καφενεία στα σπίθια στα γύρω χωριά και αυτός ίντα ήθελα τωνε λέη. Καί έτσα απο ντροπής έκάθουντωνε στα ξένα....
Ας είναι δά το κοπέλι ήρθενε στου μπάρμπα ντου αλλά πράμμα δεν του άρεσε όσο είχε την όρεξη να φτάξη εδά είχε απογοητεφτή και έλεγε αμάν και τότε να γιαγύρη
Πάλι στο χωριό ντου, έπαέ πού ήρθενε όι γι’αθρώποι μιάζουνε σάν τζί αντζιγκάνους φορούνε σάν γυναικία ρούχα τσι κελεμπίες, μιλούνε τσαλαμπουρνέζικα, και αυτοί πιό πολύ μαγαρίζουνε απο τα δικά μας άπλιτα κοπέλια στο χωριό, του χτυπαρθούνι τα κοπέλια.
Εθυμούντανε τσι άλλους θείους στο χωριό που το κερνούσανε στο ντουκιάνι (καφενείο) και ετούτος σε έπαε είχιενε τσι συνήθειες των ντόπιο αθρώπω και ήτανε πιό ατζίγκανος από αυτούς.
Για να μη τα πολυλογούμε το κοπέλι αντί για καλύτερα εύρικε χειρότερα έμαθε και αυτό κουμάρη και επλεξε και με παπατζηδες και με τα χαρθιά έπαιζε το εδω παππάς εκει παππάς πού είναι ο παππάς έμαθε να λύνη και να δένη τα μάγια, γιατί όπως λέη και μιά παροιμία με όποιο δάσκαλο θα κάτσης τέτθια γράμματα θα μάθης, ακόμη όταν κάποτε εγιάγυρε παλι στο χωριό έκανε και αυτός γιατροσόφια με γυθιές και τσουκνιστικά και έκανε και χαμαήλια και εμοίραζε των ανθρώπω να φορούνε να μην τσι πειράζη το κακό πνεύμα.
Αυτός εγύτεβε ακόμη και τσι μελιτάκους (μυρμίγγια) μια φορά του λέη ένας γείτονας γλάκα και έλα στο αλώνι να μου γυτέψης(να μού διαβάσης) τσι μελιτάκους γιατί έρχοντε και μου πέρνουνε τον καρπό απο τσι θεμωνιές και δεν θα μου αφείσουνε μα την κοινωνιά μου δράμη καρπό σάμε να τονε αλωνέψω, και φεύγη και αυτός και κατεβαίνη στ,αλώνι και εβάστανε ένα κάρβουνο σβυμένο και μιά ψιλή κλωστή απο καρώλη και δένη ένα μελίτακα από την μέση και τονε βάστανε κρεμασμένο στη χέρα ντου κια’πόκιας εντάκαρε και του διάβαζε την γυθιά και την είπαινε τρείς φορές κι απόκιας με τη μαύρο κάρβουνο κάνη ένα σταυρό κιοπόκιας σταυρώνη μιά πλακουτσωτή πέτρα και την αφήνη απάνω στη τρύπα τσι μελιτακιάς κια πόκιας επαίταξε το κάρβουνο απάνω στη θεμωνιά, και την άλλη μέρα είχανε εξαφανιστή όλοι οι μελιτάκοι και δεν εξανα σύμωσε ούτε ένας κοντά οθεν το αλώνι. Και εμείς επηγαίναμε σε όλες τσι μελιτακιές και τσι ξανοίγαμε ΄και εθορούσαμε όλες τσι μελιτακιές χωρίς μελιτάκους με τσι τρύπες και τα μονοπάθια ντωνε αδιανά…………και εγκαταλελημένα…..
Στά γέρα ντου τό παιζε νε προφήτης και είχιενε αφητά μακριά ψαρά γένια και επόμεινε και ακούρευτος και έμοιαζε νε πιό πολύ με διάολος παρά για προφήτης
Και στα ύστερά ντου όταν έπεσε στο κρεβάτι, όντενε πόθαινε τσι μέρες που ψυχομάχιενε λένε όσοι ήτανε θρήσκοι και καθαροί πώς εθορούσανε και εμπαινοβιένανε κόκκινοι μελιτάκοι απο την μπούκα ντου , και ήτανε από κια που τσι γύτεγιε, τώρα αλήθεια ή ψωματα έτσα το λέγανε οι γι’αθρώποι.......Και πιός κατέχη…. μπορή κιόλας.