Τρίτη 4 Αυγούστου 2009

Ο ΑΣΚΗΝΤΗΣ Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ.....ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Ο ασκηντής ο Χρήστος

Ολοι οι γι’αθρώποι κλουθούνε Του Θεού άλλος απο αλάργο άλλος κοντά, άλλος φοβάται την μοναξά και κάνη τον σταυρό ντου χαχαλιάς και ψελίζη καθημερινά διάφορους ύμνους, υπάρχουνε και ορισμένοι που φορούνε τζουμπέδες για να αισθάνοντε ότι είναι ακόμη πιό πλησίον Του. Ο θεός όμως απο την μεριά ντου βοηθά ούλους τσι αδύναμους τωνε δίνη κουράγιο και αέρα να πορεύοντε στη ζωή του ,αλλά φοβερίζη και τους πολύ δυνατούς να κάθοντε στα αυγά και να μη πέρνουν τα μυαλά τους αέρα..καινα φυσά ο νούς τωνε ανάμεσα να φάνε τσι ποδέλοιπους πιά μικιούς, λοιπόν ανάμεσασε όλους αυτούς ήτανε και ο ασκηντής ο χρήστος ο οποίος ήζενε και επορπάθιενε στα χωριά του ψηλορείτη..
Ώς φαίνεται καμοιά μέρα μικιός θα τον είχιενε φορτωμένο ο αφέντης του απάνω στο σωμάρι και τονε λάλιενε ομπρός και αυτός θα ν,εκλούθα του γαιδάρου και έσερνε τσ,αίγες και αυτός εξυπάστικε σε κανένα δισταύρι και επέταξε το κοπελι πέρα ετούτος σας ο ξυπασάρης γάιδαρος και σάηκα το πέταξε σε πράμμα χαράκια απάνω και εχτύπησε στη κεφαλή και αυτός και αμοναχός απόκια και ύστερα του επόμεινε έτσα κάτι...τίς . Σάηκα οι γοναίοι ντου για να γενή καλά το γυρίζανε στσί πραχτικούς γιατρούς σ΄τσι εκλησές το σταυρώνανε του κρεμούσανε χαμαήλια στο λαιμό μα το κοπέλι δεν εγίνηκε καλά ακόμη και διαβαστικά του κάμανε μα πραμμα δεν εκατορθώσανε, και μεγάλος εδά πότε λίγο επάθενε διαλήματα ο νούς του και εστολίζουντονε με σίδερα στη μέση ντου αλυσίδες κατάσαρκα εφόριενε τον καλογερίστικο τζουμπέ η καλύκωση ντου ήτανε ένα ζευγάρη ξύλινα τσαρούχια τα οποία τά’χιενε αμοναχός του πελεκυμένα, εφώριενε μια πλαθιά πέτσινη ζώνη με ένα μεγάλο χαρταλάμη και έκια δα στη ζώνη εθώριες κρεμασμένα αρύδια κλαδευτήρους αλυσίδες μαχαίρια σπάθες και ακόμη εκρέμουντονε ένα τσαρούχι το οποίο ήταν σάν ρεζέρβα και αυτό στη ζερβή ντου μπάντα που άν επάθαινε πράμμα κανένα απο τα ξύλινα τσαρούχια που εφώριενε όπως εγύριζε στά βούνα να βάλη το καινούργιο να φύγη πάλι να μη πατη τσι αγκάθες ξυπόλιτος....
Στη κεφαλήν του εφόριενε ένα σιδερένιο εγγλέζικο κράνος και τα γένια ντου ήτανε πολλά χρόνια αχτένιστά και άπλητα και εκεί μέσα οι ψύλοι και οι ποντικοί είχανε δίπλα-δίπλα τσι φωλιές τωνε καμομένα. αυτός ο κακομήτσης είχιενε πολλά χρόνια να βάλη νερό στη μούρην του και απο αλάργο εγρύκας την υδρωτήλα και τα αποτελέσματα της απλησιάς του μαζί του δεν κράταγε ποτές χαρτί υγείας γιατι το είχιε αντικαταστήση με χαλικάκια του βουνού
Ο κακομήτσης ο Χρήστος εγύριζε νε όλα τα χωριά απο την άνοιξη καιρού σάμε τα πρωτο-βρόχια εμετακινιούντανε αργά και σταθερά σε κάθε περιφέρεια έκανε περίπου δέκα μέρες κια’πόκιας επήγαινε στην άλλη.
Η τροφή του ήτανε ανάλογα και την εποχή αγγινάρες χλωροκούκια μαντιλίδες κιανένα τσόχο καί ότι του δίνανε οι αθρώποι και ότι έτρωενε απο τα περβόλια γη απο τα αμπέλια (μπουρνέλες, αδρόμηλα σταφύλια,ρόδια και κανένα ξυλάγγουρο ντομάτες απο τα μποστάνια εδοκίμαζε σχεδόν απ’όλα όλες τις γεύσεις τα μογγέηκα πεπόνια, και τσί καρπούζες με τσι μικρούς σπόρους.)
Την εποχή που ελώνευγαν εσήμωνε στα αλώνια έμπενε στο βολόσυρο αλλά τα βούγια τον εθωρούσανε με τουτανα που εφώριενε και τα σίδερα που εβάστανε απάνων του επολεμούσανε να πορίσουνε όξω απο τ'αλώνι επήγαινε λοιπόν ο νοικοκύρης και εκανακιζε τα βούγια στο κούτελο να τα μπραγίνη έκανε μια στροφη και αυτός με το χρήστο απάνω στο βολόσυρω να ξεφοβηθούνε τα βούγια κιαπόκιας τον εφηνε μοναχό ντου σταλώνι και ελώνεγιε ό κακομήτσης ο χρήστος που ο θεός να αγιάση τα κοκαλάν του εκοε αλουμάκους απο τσ,ελιές και έσαζε των αθρώπω σταυρουλάκια ελαίνια να τσι βοηθά έκια που γυρίζανε στα χωράφια , το χρήστο οι γιαθρώποι τονε ταήζανε και του δείνανε απο το συνηθισμένο φαή του αλωνιού και σε αυτόν απο το μεσημεριανό φαή πατατοκολόκυθα με βλήτα γιαχνί του βάνανε και αυτινού σ’ένα ξεχωριστώ πιάτο γη στο καπάκι του γαλαφτιδιού και εκάθουντονε πέρα-πέρα στη άκρη του σκιανιού και έτρωε ότι του βάνανε
Τότες δεν υπήρχανε ράδια ούτε τηλεοράσεις ούτε ρεύμα μόνο λύχνοι και λάμπες πετρελαίου και ο κόσμος εψαχνε να βρή αιτία να διασκεδάζη, και έτσι λοιπόν μιά αργαδινή στο μετόχι όπως εποσπερίζανε όλοι μαζί και επαιγνιδιαρίζανε με τον Χρήστο και λέη ένας μπρε’σείς γατέτε ίντα εσκέφτηκα ? να παντrέψωμε το Χρήστο με τήν τάδε κοπελιά ( που ήτανε η καλύτερη κοπελιά τότες στη περιφέρεια ) και τονε συβάζουνε να την πάρη μόνο που πρέπει να ξομείνουνε και μαζί στο πάνω ονταδάκι γιατι άν δέν μπορη να τσι κάμη πράμμα ίντα τονε θέλη ? και εκάνανε πως εστρώνανε και το κρεββάτι και σαν ήτανε όλα έτοιμα πέμπουνε και τον υποψήφιο γαμπρό να πάη να θέση με την κοπελιά, και την ώρα που κάνη έτσε και σηκώνη το σεντόνι αντί να δή την κοπελιά θωρη κουκουλωμένο τον μεγάλον τζι αδερφό........
Και γρυκά και τσι αθρώπους στη πορτα και εγελοχαχαρίζανε
Ο Χρήστος επροσβάρθηκε και βγάνη μια σπάθα και τοντηνε εγύρισε να των τηνε παίξη στη προσβολήν του απάνω και λένε να βαρή θελη κιανενούς κοπελιού που ήτανε σημωμένα στα πόδια ντου, και ξεκρεμά γερά γερά ένας ένα τουφέκι και παίζη δυο μπαλίδια στον αέρα και απου-φύγη-φύγη ο Χρήστος. Εξαφανίστηκε ύστερα και δεν εξαναπρόβαλε στο μετόχι.....
Μετά από χρόνια εκούστηκε νε πώς τονε βρήκανε ποθαμένο μέσα σ’ένα σπυλιάρη σ’τσι κορφές του Φόδελε ποθές..... ο θεός να του συχωρέση και αυτός να μας σε συχωρέση για τα όσα του ξώνανε..........

Δεν υπάρχουν σχόλια: