Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010

Αφιερώμα - Κλάδος Γαβριήλ

( Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ...............)

( Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.

Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμα της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για το θείο του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟ ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά.
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του ΓΑΒΡΙΗΛ(Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου- Πυρπολητή στην επανάσταση του 1866 ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου. που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων).
Η έντονη προσωπικότητα του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημα του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει.
Κι εκείνος με ευχέρεια ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με Υπουργούς και Πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθηση του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση.
Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Είχα κι εγώ γνωρίσει τον περίφημο καλόγερο. Τον είχα επισκεφτεί στο κελί του και πολλές φορές κάτω από την κληματαριά του κελιού του τον είχα ακούσει να αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη ζωή και το θάνατο, για το μοναστήρι και τους θρύλους που το περιμαζώνουν, για τα κοπάδια του μοναστηριού και τους βοσκούς του, για τα ολοκαυτώματα που γίνονται κάθε τόσο για χάρη της.
Έτσι μέσα σε άκρες εγώ, είχα γνωρίσει στο πρόσωπο του το δυναμικό καλόγερο, τον άνθρωπο θαύμα με τις αμέτρητες γνωριμίες, το βοσκό που γνώριζε ένα και ένα όλα τα αιγοπρόβατα του μοναστηριού, τον απροσκύνητο αντάρτη του βουνού, το φιλόσοφο που είχε τις απόψεις του για κάθε θεωρία και πράξη. Δεν είχα όμως ποτέ μου αντιληφθεί – ο ίδιος δε μου είχε κάνει κουβέντα ποτέ γι’ αυτό- πως κοντά στ’ άλλα ο άνθρωπος αυτός διέθετε και θαυμάσιες ικανότητες ποίησης.
Δεν ήμουνα όμως μόνος εγώ που το αγνοούσα. Κάποια σκουντουφλιασμένη μέρα το 1985, που ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΣ έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας πόνο και συντριβή στους φίλους του και στους δικούς του, πολλοί άνθρωποι του στενού του κύκλου, αγνοούσανε τελείως τα ποιητικά του χαρίσματα.
Περάσανε κάμποσα χρόνια από τότε. Πριν από μερικές μέρες ο Κωστής Σπ. Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα, που μένει σήμερα στη Φλώρινα, έστειλε στην εφημερίδα μας το παρακάτω ποίημα. που όπως μας λέει ο ποιητής το είχε στο κελί του και του το έδωσε λίγο πριν πεθάνει.
Είναι ένα καλοφτιαγμένο ποίημα, με φοβερή ομοιοκαταληξία και ορθή σύνταξη, που ο κάθε στίχος του κρύβει κι από μια φιλοσοφία πάνω στο θέμα που λέγεται «ζωή».
Όταν παρουσίασα το έργο στην Συντακτική Επιτροπή της Εφημερίδας μας. όλοι είχαν την γνώμη πως αυτό πρέπει να δημοσιευτεί στα ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΑ ΝΕΑ.
Σήμερα λοιπόν ανάβοντας ένα μικρό κερί στη μνήμη του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΥ, προσφέρουμε το ποίημα για να το διαβάσει όλο το αναγνωστικό μας κοινό, κι όσοι είχαν γνωρίσει από κοντά τον άνθρωπο να μάθουν ακόμα πως ο περιλάλητος Μυλοποταμίτης καλόγερος ήτανε- κοντά στα άλλα- και ποιητής.



Η ζωή μου Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ....... ΔΙΗΓΑΤΑΙ......
Εξέχασα όσα κάτεχα και πράγμα δε θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.
Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δε ξέρω πόσα,
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.
Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω,
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.
Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώω και να πίνω,
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.
Έτρωγα ότι έβρισκα και ότι ήθελε μου λάχει,
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.
Επίσης πρέπει να σας πω και να σας ομολογήσω,
στα μάλλινα τυλίγομαι για να μην κρυολογήσω.
Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι,
και το κορμί μου ζύγιζα με λεβεντιά και χάρη.
Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου,
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.
Όλες τις δύσκολες δουλείες τις είχα για παιχνίδια,
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.
Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα,
τώρα μου δίνουνε ψωμί και γυρεύω ψίχα.
Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω,
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.
Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενά οπίσω,
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.
Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου,
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματά μου.
Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι,
τώρα με το φασκόμηλο και το χαμομήλι.
Αυτά λοιπόν εσκέφτηκα ίσως και άλλα τόσα,
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.

Μοναχός - Γαβριήλ Κλάδος

Δευτέρα 3 Μαΐου 2010

ΚΡΗΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

ΚΡΗΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ

1.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ

Μια μερα ερχεται ενας κρητικος ο ΓΙΩΡΓΗΣ για πρωτη φορα στη ζωη ντου απανω στην Αθηνα...κατεβαινη λοιπον ταχυνη ταχυνη απο το παπορι ητανε ακομη σκοτιδι και επορπατιενε έκια γυρω στα σοκακια μεσα στα μηχανουργια στις αποθηκες του πειραια... ακουγε και τους μαγκες με τους μαχαλομαγκες να κουβεδιάζουνε μαγκικα... Ολα γιαυτον του φαινοτανε περιεργα οπως περιεργο ηταν και οι γραμμες του τρενου που βρεθηκε χωρις να το καταλαβη να πορπατη μεσα στις ραγες και δεν υξερε απο που να βγη αφου δεξια και αριστερα ειχε εμποδια κατα μηκος της γραμμης...κοιταζε λοιπον τις σιδερενιες ραγες και σκευτοτανε τι αραγε περναη απο δω..αφου εμας στη κρητη ...δεν υπαρχη τετοιο πραγμα.....Απανω λοιπον στη σκεψιν του αυτη να και ξεπροβερνη ενα τρενο ναρχεται αργα να βγαζη καπνους να σφυριζη και να επιταχυνη σιγα σιγα ταχυτητα.
Ο Γιωργης βλεποντας αυτο το σιδερενιο θηριο με τους καπνους σφυρές και ν,αρχεται κατ΄,επανω του’ σπα πέρα και επηγαινε τρεχοντας κατα μηκος των γραμμων και αξ οπίσο ντου να τρέχη το τρένο...ΤΡΕΧΗ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑ ΤΡΕΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ.....το τρενο δεν σταματαγιε και ο γιωργης εγλακανε ξεγλωσησμενος....και πρωτη σταση που εκαμε ηταν το λιανοκλαδι γιατι ετυχιε ναναι το παντερμο...τοτρενο το ιντερσιτι...
Στενετε λοιπον το τρενο στενετε και ο γιωργης... θωρη το λιανοκλαδι και εθυμηθηκε πως εκια ειχενε ενα φιλο ρωτα ο γιωργης και του αρμηνεψανε που ειναι του φιλου ντου το σπιτι αγκαλιες φιλια οι δυο παλιοι φιλοι και λεη τσι γυναικας ...
- γυναικα βαλε τη χυτρα να βαλης γρηγορα κρεας να φαμε μενα παλιο μου φιλο...
Οπως εβραζε η χυτρα αρχισε και αυτη να σφυριζη και να βγανη καπνους οπως το τρενο....
Αγριεβη ο γιωργης βγανη το μπιστολι και εριξε μια γεμηστηρα σφαιρες στη χυτρα..που τη δυελυσε τελειος....λεγοντας..
..Ετουτανα τα διαολακια πρεπη να τα σκοτωνουμε μικρα γιατι αμα θα μεγαλοσουνε θα μας σε πανε στην Αλεξαντρουπολη............

2.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΩΓΕΙΑΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ

Ειναι απογευματακι και το Ανωγειανο λεωφορειο στο Ρεθεμνος εχη αρχιση να φορτωνη τα μπρατη δεματα κοφινια και οτι ειχανε αγορασμενα απο την αγορα οι επιβατες της επιστροφης στα χωριαντονε....περαμαθιανουσ αγ συλιωτες δαφνεδιανους μουρτζανιωτες γαραζανους ομαλιανους ανεμομυλιανους φαρατσανους κατεριανους βενιανους αξικους και ανωγειανους με τσι βουργιες τονε τσι μπολιδες τωνε και μερικοι ειχανε αγορασμενα και απο μια μπρουλισταρέ κουλούρια κρεμασμενα στα παραθυρια του λεωφορειου....... Κουβεντιαζουνε και ανα μαζονοντε γιατι σε λιγο θαξαναξεκινηση το αμαξι να ξαναγυαγηρουνε στα χωριανντονε
Ειναι αξιον λογου να σημειωθη οτι εκτος του κεντρικου οδικου δυκτιου του αξωνος της κρητης που ήταν ασφαλτος ολοι οι αλλοι δρομοι ήταν χωματοδρομοι με λασπες πετρες ρυακο φαώματα λάκκους και κακοβολιές και στα χωρια του ορεινου ογκου του ψηλορειτη ( μυλοποταμος ) ενα παραπανο....
Μπαινη λοιπον ενας ανωγειανος και εξανοιγε που θα βρη να κατσι...και γυρηζη ενας κατομεριτης και του κανη κουμπαρε ανωγειανος εισαι...λεη ναι...
Ελα κατσε απο το παραθυρη να μη ξερασης (ταχαμου πας μακρυα εγω θα κατεβω πιο κοντα)
Μα ιντα μωρε μου λες??? Να ξεράσω??
Λεη ναι.........
Μόνο ανε σε ξανοιγω πολύ ωρα ! ! ! (θα ξερασω)
Κοκαλο ο κατωμερίτης...

3.- ΕΝΑΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ ΣΤΗ ΧΑΝΙΟΠΟΡΤΑ

Τα παλια χρονια όποιος επερνανε τη χανιο πορτα απο αλάργο εφαινουντονε ποιος ητανε επαρχιώτης και ποιος ήτανε ψαλιδοκολος τσι πολιτιας...απο τη φορεσια απο τη πορπατησια απο την εμιλιά γη και απο τη καλύκωση.....
Ετσα και σε τουτηνε τη ιστορια επερνανε ενας επαρχιωτης... αλλα βουνησιος...τη χανιο-πορτα στο Ηράκλειο ο οποιος ειχε μπη πρωτη φορα σε πολιτία πρωτη φορα εβλεπε πολλους αθρωπους πολλα αυτοκινητα και πολυοροφα σπιτια....
Και πραγματικα επηγαινε σαν χαμενος στο δρομο δεν εγατεχιε ουτε που επηγαινε και ουτε που ευρινου ντο νε ....Απο μακρυα λοιπον τονε βλεπη μια ατσιγκανα τονε βανη στοχο και τον πλησιαζη του πιανη τη παλαμη του χεριου ντου να του ανοιξη τη μοιρα ντου να του πη για τη ζωη ντου να του πη το πως θα παη... Απο τωρα και πέρα και αλλα...
Γυριζη και αυτος και τσι μπορης μωρη εδα να πης που παω ???
- Ξανοιγη αυτη τη χερα ντου και του λεη ναι ξερω δωσε μου ενα κατοσταρικο να σου πω.......
- Χασου μωρη απο τα ματια μου...πως εγω δεν γατεω που παω και... θα μου πης εσυ που πάω.........

3.- ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΑΞΙ ΠΕΤΟΥΝΕ

Αυτα ελεγε και ξαναλεγε ενας στο καφενειο και εβανε και στοιχημα ( ....ναι μα τα κοκαλα τσι μανας μου.....και βανω και στοιχημα οτι θες..... )
Στο καφενειο τον ειχανε τριγυρισμένα ολοι και των ελεγε την ιστορια....
Εγω εμπηκα στο ταξι μολις εβγηκα απο το καραβι εβαλα και τα δεματα που επηγαινα τσι κορης μου του δεινω τη συσταση σ ενα χαρτακι οπως την ειχα γραμμενη απο το σπιτι και επηγαινα στους αγιούς αναργύρους οδος σκαλιδομιχαλη 42.. καθίζω εγω στη καθηστούρα και επηγαιναμε απο το ποταμι οπως ακουγα και ελεγε και η κορη μου... Οπως επηγαιναμε εγω ημουνε κουρασμενος μια στιγμη ανοιγω τα ματια που και θωωρω απο κατω μας και επερνουσανε αυτοκινητα μεχρι φορτηγα και λεωφορεια....εγω εξανακλεισα τα ματια μου τα ξανανοιξα ισαμε να παω στη κορη μου δυο τρεις φορες και παλι σ ολη τη διαδρομη ειδα πως επετανε το ταξι και επερνουσανε ολα τ αλλα αμαξα απο κατω μας..... Μεχρι που οντενε ξυπνησα και εφταξα στη θηγατερα μου΄΄
Ντα εγω μωρε την αλλη βδομαδα θα βγω και θα δω του λεη ενας άλλος.....
Την αλλη βδομαδα πραγματικα μπαινη και αυτος στο καραβι κατεβαινη του συμωνη ενας μαγκας πηραιωτης ταξι και του κανη
- φιλε που θελης να σε παιτάξω ( το ακουη αυτος και γρουλωνη τα ματια ντου...)
-παω στη συγκρού....
Φορτωνη τα δεματα ξεκινουν και επηγαινανε βανη και αυτος τη ζωνη και εβαστανε σφυχτα με τα χερια και επροετοιμαζουντονε για την απογηωση...μια στιγμη ο πιλοτος του ταξι μεσα στη σιωπη να του λεγη
- που θελης να σε πεταξω ψηλα η χαμηλα ????
- ωχ ...Οσο μπορης πετα χαμηλα να μη σκοτοθουμε νε κιόλας...

Τετάρτη 28 Απριλίου 2010






















Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010