Μιά μερακλίδικη παρέα στη χώρα
Το λεωφωρείο πρωί-πρωί εξεκίνανε απο το πρώτο χωριό του Ψηλορείτη και επέρνανε ύστερα από όλα τα ορεινά χωρά το ένα πίσω απο το άλλο που το περιμένανε οι γ΄αθρώποι ο ένας έδειδε παραγγελιές άλλος δέματα –κιβώτια του γαλάτου, - κανισκάρια - πετροκόφινα σταφυλοκόφινα γαζοντενέκες μέ λάδι, και σε ότι εχώριενε του κάθα νούς τα μπράτη στο ανάλογο χρειαζόμενο και όλοι μαζί για τη χώρα.
πρέπη ακομη να πούμε ότι την ίδια διαδρομη έκαναν δυο αυτοκίνητα που ξεκινούσανε μαζι μόνο που ο ένας ήταν λιγόψυχος και σβέλτος στη οδήγηση και πηγαινε πολύ γρήγορα και ο άλλος ήταν μπάσος και πηγαινε αργά έλεγε ιστορίες
μια φορα λοιπόν ό ένας οδηγός του λεωφορείου θωρη σένα χωριό που επέρνανε και έπερνε τσι επιβατες δυο τρείς γυναικες και εστέκανε στη στάση κια΄ποκιας δεν εμπαίνανε να φ'υγουνε και τονε κάνη νόημα εμπάστε γιατί φεύγουμε και λένε κιαυτές όη δεν μπαίνουμε στο δικό σου γιατι γλακάς και φοβούμαστε να μη μας σε γκρεμήσηςκαι θα πάμε με το άλλο που πάη αργά και και δεν γλακά. - και τονε λέη και αυτός για να τσι πειράξη... ΕΕε ίντα να σας σε κάμω γω αφού δεν θέτεμετα μένα να πάτε στην ώρα σας αμέτε με τον αλλο να φταξετε το μεσημέρι, μόνο αμέτε μα πάρετε μπάρε μου ψωμί και ελιέςαπο το σπίτι να τρώτε μέχρι να φτάξετε στο λεωφορείο
Στη σκάρα εφορτώνανε μπρουλισταρές τσ’όρθες που τσί πηγαίνανε και αυτές μέσα...(δηλαδη στη χώρα όπως ενοούσανε απο το μπεντένι και μέσα)
Το λεωφωρείο ήτανε φορτο-επιβατηγό δηλαδή απο τη μέση και οπίσω ήτανε κλειστό και εφορτώνανε τα πράμματα, τα μιγώμια και ότι άλλο ήτανε φορτίο και απο την μέση και όμπρός είχιενε καθηστούρες μονοκόματες που εχωρούσανε να κάθουντονε δυό επιβάτες και στη μέση ένα κοπέλι. Πολλές φορές ανάλογα την εποχή γή την στραθιά εθώριες στον πίσω χώρο του λεωφωρείου ( τών φορτίων) μαντρισμένα ζά, χοίροι, γή κιανένα μουσκάρι που για να το φορτώσουνε επειδής ήτανε βαρύ,εσημώνανε το αμάξι δίπλα σε τράφο για να μπή μέσα με το ζόρε σπροχτό καιβολοσερτό το μουσκάρι. Τα παραθύρια είχανε κουρτινάκια και επηγαίνανε τα κοπέλια και τα πηράζανε πέρα-δόθε και τα μάνιζενε ο εισπράχτορας και ο πατέρας τονε. Και απο το πολύ σύρε-ξέσυρε στη κάτω μπάντα ήτανε σκισμένα και ξεπαραλησμένα.
Έκια στα παραθύρια εκρεμούσανε στο γιαγιερμό και τσι μπρουλισταρές τα χάσικα κουλούρια που τα ξανοίγανε τα κοπέλια στα χωριά και ετρέχανε τα σάλια ντωνε
Μέσα στο λεωφωρείο εκουβεδιάζανε οι επιβάτες εκάνανε και καμιά καινούργια γνώρα και σαν κινητό καφενείο εκινιούντανε το λεωφωρείο για τη χώρα
καμιά φορά χειμώνα καιρού στις κακοκαιρίες όπου ήτανε σε παρακλάδια ο δρόμος ακόμα χωματένιος και είχε φρεσκο βρέξη απο τη λασπουριά άν κολούσε το αμάξι εκατεβαίνανε όλοι μαζι και εντιδέρνανε στην απο πέρα μπάντα και εξαναμπαίνανε πάλι και αν έκανε διαφορικό και εχριέζουντονε οι άντρες το σπρώχνανε κιόλας να ξεκολήση η εκοβανε κλαδια και πέτρες όλοι μαζι και τσι πετούσανε στη ροδιά να βοηθήσουνε τη ρόδα στις λάσπες να περάση γιατι καμια φορά ήτα τόση λάσπη που ακουμπαγε μέχρι και το σασι του αυτοκινήτου
Στη διάρκεια τσι διαδρομής απο τσι πολλές στροφές και το καταχτυπιό εφτάνανε οι περισότεροι επιβάτες ζαλισμένοι στη χώρα όπως μισο αναισθητα εφτάνανε και τα ζούμπερα μα προπαντός οι γι’ορθες τόση ώρα κρεμασμένες ανάποδα απο τα πόδια....
-Εσύ σύντεκνε ίντα δουλειά εχης και πάς μέσα
-Γιάε ότι ώρα κάμης τσι δουλειές σου θα σμήξωμε τάδε πού...
-Εγω ήρθα να πλερωθώ τα απίδια και μούχει γραμμένα η συντέκνισά σου έπαέ σ’ένα χαρτί διάφορα πουσούνια να
πάρω και να τσι βρώ μπογιές γιατί θέλη να βάψη τα όργατα.
Αφού ελέγανε ο κάθα είς για ίντα δουλειά επηγαίνανε στη χώρα εσυνενοηθήκανε έξε-οχτώ νομάτοι τσι παρέας πώς αφου κάμουνε τσι δουλειές τωνε θα πάνε στου πονηρού το μαγαζί ( στα γουρσουζάδικα ) να φάνε πράμμα σάμε να’ρθή η ώρα να πάρουνε πάλι το αμάξι να για’γήρουνε στα χωριά’ντονε.
Σάν εσήμωσενε η ώρα τσί θώριες και εξετρυπούσανε απο πέρα και από πόδε και μπαίνουνε στου πονηρού που ο μαγαζάτορας ήτανε φαίνεται όνομα και πράμμα σάμε να τσι δή τσι καλοσώρισε και εχάρικε και εγίνηκε’νε θυσία για να τσι περιποιηθή πιάνη γερά-γερά και σμήγη τρία –τέσσερα τραπεζάκια και τωνετοιμασενε ότι καλύτερο διέθεται το κατάστημα
Μετά απο πολλά χρόνια ένας τσι παρέας εδιηγούντανε πώς έτσα φαωπιοτούρα δέν έκαμε ποτές του, και πώς μέσα σε αυτά που εφάγανε και είπιανε ορκίζουντανε στα κόκκαλα τσι μάνας του πώς εφάγανε και μιά μπλεχτή κρομύδια, σκεφτήτε τά άλλα πόσα ήτανε, και στη ν’υστεριά εβρήκανε και μιά λύρα και τηνε επήρενε ένας τσι παρέας και εντάκαρε και έπαιζε και εντακάρανε στην αρχή αποσίγανα μαντηναδάκια, και στο τέλος εντακάρανε και τραγουδούσανε και εσέρνανε κάτι φωνάρες που οι περαστικοί εστέκουντονε στη πόρτα και στα παραθύρια και άλλοι τσι καμαρώνανε, και άλλοι τσι φοβούντανε έκια που τσι γρυκούσανε.
Έκια δα εξεχώριζενε η διαφορά των δύο τάξεων της κοινωνίας των αθρώπων η μιά τάξη από’ξω εγενηθήκανε για να δουλένε στην ζωή ντονε και η άλλη που ήτανε μέσα εγενηθήκανε για να γλεντίζουνε στην ζωή ντονε....
Κάνα’δυό φορές που έπαιζε παθητικά στη βουργάρα τη λύρα εσήκωθήκανε και εχορέψανε συρτό μέ ψιμιδευτά όμορφα ζάλα. Και αγγαλιαστό πεντοζάλι..απο το μεράκι η κεφαλή του λυράρη επήγαινε δεξά και ζερβά και ανοιγόκλεινε τα μάθια ντου γιατί τον έπιανε και αυτόν, το πάθος τσι λύρας...
Σάν ήρθενε η ώρα να φύγουνε εσηκωθήκανε όλοι μαζί και ετσακώνουντανε πιός να πρωτο-πληρώση, στό καυγά έλαβε μέρος και ο πονηρός που απο την πλευράν του αυτός ήθελε να τσι βγάλη όλους όξω απο το μαγαζί και δεν τους άφηνε να πληρώσουνε και τους έσπρωχνε να πορίσουνε πρός την πόρτα... μα στο τέλος τονε πλερώσανε και με το παραπάνω...
Σάν επορπατούσανε και επηγαίνανε όθεν την χανιόπορτα στό δρόμο ετραγουδούσανε και εμπήκανε στο λεωφωρείο..οι μαντινάδες επληθιάνανε σάν επεράσανε το βουλισμένο αλώνι και επιάνανε τα πίσω χωριά που ο κάθα είς σάν έφτανε στο χωριό ντου ήθελα ‘κατεβή να φωνιάξη και του καφεντζή να τσι κεράση ΄ότι θέλη ο κάθα είς αλλοιώς δεν έφηνε να φύγη το λεωφωρείο .το ίδιο εγίνουντονε σ’όλα τα χωριά σάμε να φτάξη το τελευταίο αδιαφορώντας πιά θα ήταν η ώρα της επιστροφής του λεωφωρείου.
Μόνο που μια γριά η κακομοίρα εγιάγερνε απο την χώρα που την είχανε παομένη η εγγόνη ντζι για να τσι κάμη το καλιμέντο ( για τα αδόδια ντζη,λές και είχιενε και τα πολλά, δυό ήτανε απομινάρικα και με κεινανά εμάσενε) Αυτή την κακομοίρα την είχιε νε πειραγμένα η βενζινιά του αμαξού και οι στροφές και εσαλιώφθιενε στο μαντιλάκι τζι και εβάστανε καμπουριασμένη με τα δυο ντζι χέρια το μπροστινο χερούλι στο κάθισμα και η κεφαλή ντζι ήτανε σκυμένη ανάμεσα στα χέρια που δεν εμπόριενε απο τη ζάλι και απο το κακκό να τηνε στέση ορθή και έτασε’νε να πέψη μια μποτίλια λάδι στη χάρη ντου στο τίμιο σταυρό στο Στρούμπουλα γή στη άλλη εκκλησά του τιμίου σταυρού τσι Γαραζανής κορφής να τηνε γλυτώση απο τούτονα το κακκό και το σύθρηνο και να φτάξη στο χωριόν τζι...και εθάριενε πώς έχανε τον κόσμο..και αλέθανε τα μάθια ν’τζι και τσί’ρχουντανε να βγάλη τα σκόθια’ντζι..και έβανε στό νού’τζι,
Πώς η όλης και ανε ξαναπορήση απο το χωριό κι’όξω..... σάμε να ζή........
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου