Αποκρές στο ψηλορείτη
Παλιά η αποκρές στα χωριά του ψηλορείτη δεν είχανε πράμμα το σπουδαία. Ήτανε μέρες μόνο για να ποκρηγιώσουνε στα σπίθια να μήν ξαναφάνε κριάς και διάφορα άλλα λεριά ( όπως τυροκομιό αυγά κλπ) μέχρι την ημέρα τσι Λαμπρής. Οι μέρες τσί αποκριάς ήτανε λίγο κομικές εμουζώνανε οι γιαθρώποι τσι μούρες τωνε απο τα τηγάνια και τα τσικάλια οι άντρες εφορούσανε φουστάνες απο τσι γριές και εβάνανε στι ράχη πανιά τάχα πως ήτανε καμπούρες και οι γυναίκες εφορούσανε στιβάνια και αντρικά ρούχα με κρουσάτο μαντήλι στην κεφαλή και το παίζανε άντρες όπως και νάτανε ντυμένοι στην μέση τους εδένανε λέρια και καμπανέλια που όπως εχοροπηδούσανε επαίζανε και τα λέρια που εβαστούσανε. Στη μούρη όποιος δέν ήθελε να μουζωθή έβανε ένα διάφανω μαντήλι που εθώριενε από μέσα χωρίς οι άλλοι να γατένε πιός είναι.
Όπου επαρουσιάζουντονε οι μασκαράδες επηγαίνανε συνήθως ομαδικά στα σπίθια και στους δρόμους και εχοροπηδούσανε γη εχορέγανε άμα το ράδιο γή το γραμόφωνο έπαιζε καιμιά πλάκα με κρητικά τραγούδια. Στο πιό σύχρονο ντύσιμο των μασκαράδων ήτανε κομμένη εφημερίδα πού εκάνανε την σημερινή προσωπίδα με τρύπες για να φέγγουνε τα μάθια ντωνε να θωρούνε να πορπατούνε και στην κεφαλή εσάζανε πάλι με εφημερίδα ένα μακρόστενο καπέλο σάν του αστρολόγου πού είχε ο καζαμίας στο ξώφυλον του κάθε χρόνο ζωγραφισμένο
Οι άλλοι όπως τσι ξανοίγανε ντυμένους εβάνανε το μυαλό ντωνε σε μεγάλη ερευνητική παρατηρητικότητα, για το πιός είναι ό κάθε μασκαρεμένος που μετα έλεγε πώς σε όλα τα σπίθια που επήα δεν με γνώρισε κανείς παρά ο τάδε......
Τσ’αποκρές τσι ζούσανε και οιβοσκοί στ’όρη που εξωμένανε στα σπιτάκια. Μια χρονιά λέη ήτανε δυο βοσκοί και εψίνανε ένα γουλίδι κρέας σε μιά ξύλινη σούβλα πού είχανε καομένα αμοναχοί ντωνε ετρώγανε λοιπόν το βράδυ το κρέας επετούσανε και τα κόκαλα τω σκυλώ, μα ήτωνε πολύ το κρέας καιτο λυπηθήκανε να το δώσουνε σ’τσι σκύλους τόσονα κρέας και αποφασίσανε να θέσουνε και τα μεσάνυχτα που θα μεταπνήσουνε θα κάτσουνε να το ποφάνε αφου η άλλη μέρα που εξημέρωνε ήτανε καθαρή Δευτέρα και δεν τρώνε. Το κρέας τόχανε δίπλα στη φωθιά που έναφτε μέσα στο γυριστό σπιτάκι αυτοί εθέκανε απάνω σ΄τσι θρύμπες που είχανε οι πεζούλες και εκουκουλωθήκανε τσι γαμπάδες τωνε και εποκοιμηθήκανε, απο την κούραση δεν εξυπνήσανε την ώρα που έπρεπε να φάνε το κρέας. Και ΄΄οταν άρχισε να ξυμερώνη ξύπνά O γής και θωρή το κρέας αφάωτο και πιάνη την βέργα ντου και παίζη μια μπίκια τ’αλλού έκια που εκοιμούντανε έ κακομοίρη βούιδαρε και επόμεινενε το κρέας καί εδά, λέη πελαγωμένος και του ΄κανη ο άλλος που είχιενε πιό πραχτικό μυαλό, δεν πειράζη βάλε το γαμπά σου στη πόρτα να σκοτινιάση να φάνε το κρέας και απής θα το φάνε θα βγούμε όξω απο το σπιτάκι,να μασε δή ο ήλιος μα το ίδιο κάνη. Και με τον τρόπο αυτό καθυστερίσανε περισσότερο την διάρκεια της νύχτα και έτσι δεν είχανε καμιά αμαρτία που εφάγανε λεριά (αρτήσιμα)την καθαρή Δευτέρα......
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου