Το δρακο-πύγαηδο
( φαρατσανό-ανεμομυλιανός μύθος )
απο πολλά χρόνια το θυμούντε οι χωριανοί ετούτονα το πυγάδι στην άκρη του ποταμού μέσα στο σκιανό που κάνουνε οι απλατάνοι Έβγαινε παλιά μια αγκαλιά νερό μέσα απο μια τρύπα πού έκανε κάραβο και επήγαινε μέσα σαν το σπυλιάρη λοής και το νερό απο την σκοτεινιά του σκιανιού εφαίνουντονε σκούρο και άμα εξάνοιγες στην κολύμπα εφαίνου ντονε η μούρη του αθρώπου αλλαξο-μουριασμένη κάθ όλη την διάρκεια της ημέρας μα προπαντός το δίκιο μεσημέρι που αναλώνουντε και πορπατούνε τα φανταξά... έτσα το λέγανε η γριές και εφοβερίζανε τα άταχτα κοπέλια
Έκια λέη ήζενε ένας δράκος μέ πόδια, αυτός έμιαζε σαν αυτόν που σκοτώνη ο ΆΙ Γιώργης στα εικονίσματα, επόριζενε λέη και το θωρούσανε οι αθρώποι πολλές φορές και επόριζε και έθετε στα χόρτα στην φλέγα δίπλα σ’τσι φτέρες μέσα σ’τσι βρουλιέςΑυτό δε επήραζε αθρώπους παρά άμα θελα πινάση πολύ ήθελα πορπατήξη να πάη να αρπάξη καμιά ν’αίγα να την φάη, λένε πως μιά φορά επνιξε ένα γάιδαρο. Ο δράκος δεν εγλάκανε επήγαινε-αργά’ καί όπου επορπάθιενε εφαίντονε η αποβολήν του και η βολοσυρέ ντου πέρα-πόδε κοντά στη φλέγαΟι γιαθρώποι όμως για να μη τσι πειράζη το θεριό εσημώνανε πέρα-πέρα στο δέτη (κοντά στην πηγή ) και του πετούσανε όσα ζά εψωφούσανε για να μη τωνε τρώη τα αναθροφάρια που είχανε ζωντάρια στα σπίθια για να μεγαλόνουνε τα κοπέλια ντου ο κάθα’είς......Από κείνονα τον δέτη εγκρεμίζανε και τσι γαιδάρους όταν ήτανε η ώρα ντονε και ήτανε η καλύτερη τροφή του θεριού
Οι σκύλοι εξανοίγανε απο αλάργο το θεριο που έτρωε μα δεν εσημώνανε γιατί το φοβούντανε
Γύρω γύρω απο την φλέγα το θεριό είχιενε καομένα κηλιστριά απο το σύρε-ξέσυρε
Μια φορά λέη ήτανε ένας βοσκός που ήτανε φαμέγυιος εβάστανε την λύρα ντου στη βούργια και όπως εκάθουντονε απο πάνω στο δέτη και επαιζε σε μιαολιά θωρη το θεριό και προβέρνη στη άκρη τσι 5κολύμπας και εφρουκάζουντονε, και έκια που
εγρύκανε σφαλίζη τα μάθια ντου και εμπράγινε νε η μούρη ντου, και επομεινε χαμογελαστή,Φαίνεται πώς
και το θεριό εμερακλώθηκε απο τσι κοντυλιές που εγρύκανε τσι λύρας και όση ώρα λέη έπαιζε την ασφενταμένια λύρα ο βοσκός, το θεριό δεν εκούνησε απόκια που έθεκιενε....
Και μιά αργαδινή το κακκό γενάρη που λένε στη μεγάλη τσίκνη πού άπο λίγο να γενή η συντελεία του κόσμου εχάθηκε το θεριό και δεν εξαναπόρισε απο τη φλέγα.
Ετότες σας εδά ήτανε που εχάθηκε και το νερό και ελίγανε και απο μιά αγκαλιά τρέχη ένα δαχτύλι
Πόλλοί ΄λένε πώς εβούλισενε μέσα η γής και εχάθηκε το νερό και επέτρωσε και το θεριό και το σκότωσε νε, και άλλοι πάλι λένε πώς δεν εσκοτώθηκε μόνο πως έφυγε από ετούτονα τον τόπο και πρέπη να φανή αλλού από άλλη τρύπα απο την άλλη μπάντα του ψηλορείτη απο Αμάρι ποθές
Ολοι περιμένουνε ακόμη να’κούσουνε πως εφάνηκε αλλού ο Δράκος,τα κοπέλια όμως αμοναχά ακόμη και εδά δεν σημώνουνε στο δρακο-πύγαηδο.....ούτε το δίκιο μεσημέρι που είναι μέρα και όλοι οι γ.αθρώποι κυκλοφορούνε έκια γύρω στα χωράφια ντωνε και δουλένε και γρυκούντε απο γύρω να τραγουδούνε....όχι όμως οι συμερινή γενιά αλλά οι ψυχιες των προτυτερων γενεών γιατι οι τωρινοί πορπατούνε μόνο έκια που πάη το αμάξι και η εξέληξη........και το δρακοπυγαηδο το γνωρίζουνε μόνο απο τα καφενεία του χωριού και αποτις ιστορίες που γρυκούνε κάθε ντίς και
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου