Ο πατούχας του ψηλορείτη
Σ’όλα τα χωριά αμα ξανοίξης θα βρής κιανένα μικιό γη μεγάλουρο πατούχα σόλες τις εποχές, απο τα παλιά χρόνια απο αυτά που εργυκούσαμε καί λέγανε σάμε αυτά που εφτάξαμε....
Γιατροί δεν υπήρχανε τότες και άμα ερώσταινε κιανένα κοπέλι μικιό, δεν εμπορούσανε να του κάμουνε μπράμμα, πέρα απο το να του θέσουνε ποτήρια γη κιανένα βύσαλο, καμιά φορά του κόγανε και το σαρικλίκι ντου και σε βαριά αρώσια γή απο ένα μεγάλο πυρετό στο κοπέλι επόμενε-νε ύστερα στην υπόλοιπη ζωή ντου έτσα κάτι τίς, και εβασανίζουντα νε...
Το λοιπόν ένα τέθιο κοπέλι που εγλύτωσε το θάνατο μικιό, του πόμεινε-νε ένα μικρό ελατωματάκι απο την αρώσια αλλά ικανό να το βασανίζη και να μη μπορή να καταταγή αργότερα στούς κανονικούς και υγιής αθρώπους τσι κοινωνίας που ζούσε. Ο τόπος του ήτανε τα ορεινά χωριά του Ψηλορείτη και σαν εμεγάλωσε νε ύστερα εγίνηκε ένας γεροδεμένος άντρας σάν το θεριό με χοντρές χερούκλες και ατζάρες που επορπάθιενε ο κακομήτσης ξυπόλυτος μέ καρδιά μικρού παιδιού και γύριζε όλα τα χωριά απο το τελευταίο τα όροι σάμε το πρώτο-πρώτο που ήτανε χτισμένο στο γυρογυάλι.. του άρεσε να πορπατή στα χωράφια καινα μη φωρή παπούτσα
Οι πατούχιες του επειδή δεν εφόριενε ποτές του καλύκωση ήτανε απο κάτω σκληρές σαν το πετσί και δέν ετρυπούσανε ανε’πάθιενε και ταυλιά με
μπρόκιες. Πολλές φορές ελέγανε πώς, όπως επορπάθιενε τσι νύχτες στο σκοτίδι, του παντίχνανε σκοντζοχοίροι και τσι πάθιενε και τσι πέρνανε για καβαλίνες του γαιδάρου. Αγάπανε ούλους τσ’άθρώπους και τον αγαπούσανε και αυτοί,τονε προσέχανε επροσπαθούσανε να τονε ευχαριστήσουνε γιατί.. ήθελε αυτός να γενή έτσα που εγενήθηκε.. δέν ήθελε... έτσα τον έπεψε και αυτόν ο θεός.. Όπου επέρνανε τονε ποχιερίζανε ότι είχανε εκείνη-να την ώρα στα σπίθια οι γι’αθρώποι και τονε κερνούσανε και απο το καλύτερο κρασί. Αυτός εκάθουντονε
και απής ήθελα ξεκουραστή και ήθελα ρθή η ώρα ήθελα μισέψη να γύρη πέρα να πάη στο άλλο χωριό. Τον είχανε και των έκανε καμια παραγγελιά Ολοι εγατέχανε πως και αυτός τσι αγάπανε και τους το έδειχνε λέγωντας τους το γνωστο σε όλους το γάργαρο(γα...γα..γα..πώσε)δηλαδή σε αγαπώ πολύ πολλές
φορές στα χωριά επείραζενε ο ένας τον άλλον λέγωντας και αυτοί ανα’μεταξύς’ τονε γα-γα-γα-πώσε..….
Γιά όλους ο Πατούχας ήτανε ένα μικιό κοπέλι πού είχανε όλοι τσ’αμέντες τονε να μην πάθη πράμμα και για όλους ο καταπότης του χρόνου το κοπέλι τούτονα, δεν το μεγάλονε αλλά ήτανε πάντα μικρός δηλαδή ήταν ( ο γέρος μικιός ) που λένε τα παραμύθια.
Σ’όλη ντου τη ζωή επέρνανε καλά μέχρι που ήρθανε τα παντέρμα γέρα. όπως έρχοντε σε όλους και τσι βρήνουνε και τσι ταλαιπωρούνε. Ένας γέρος έλεγε πώς ο θεός πέμπη λέη τον άνθρωπο στόν κόσμο και στο τέλος τονε γερνά και τονε θέτη στο κρεβάτι τονε ταλαιπωρή τονε παζαβιά. το μυαλό φυραίνη δεν γνωρίζη τους οικείους του και τσι χωριανούς του τονε ξεφτελίζη καλά –καλά κιαπόκιας τονε πέρνη....Μα έτσανε κιόλας.
Στόν Μυλοποταμίτη Πατούχα ο θεός έκαμενε μια εξαίρεση.
Μια βραδυά έθεκιε κανονικά στα κοιμητόρουχα και δεν εξανασυκώθηκιε. Το μυαλόν του όμως εδούλεγε νε μέχρι την ώρα που επόθανε Ολοι απο το χωριό και απο όλα τα χωριά επερνούσανε και τονε θωρούσανε και το σπίτι δεν αδειαζε όλες τις ώρες τσι μέρας. Πολλές φορές κοντοχωριανοί όπως εδουλέγανε σ’τσί περουσίας εκάνανε διακοπή και εφεύγανε απο το χωράφινα πάνε να τονε δούνε τον κακομήτση και ΄πόκιας να γυαγύρουνε πάλι να συνεχίσουνε
Ο Πατούχας λοιπόν ήτανε στο κρεββάτι μα είχιενε τα λογικά ντου και εκουβέδιαζε με τσι αθρώπους μέχρι την ώρα που εκοιμήθη και απεδίμησεν εις κύριον.
Τα βράδυα οι χωριανοι απής εποδειπνούσανε επηγαίνανε και εποσπερίζανε δίπλα στο κρεββάτι του και εκαθίζανε γύρω γύρω και του κάνανε παρέα, ελέγανε ιστορίες παραμύθια αστεία,σάμε να’ρθή η ώρα να πάνε να θέσουνε. Και μιά ταχυνή εκούσανε τη καμπάνα νεκρίκια και ρωτούνε πιός επόθανε,
-Τον Πατούχα εβρήκανε πρωί πρωί ποθαμένο.
-Τονε θάψανε με μεγάλες τιμές τα στεφάνια ντου ήτανε στεμένα που δεν τα χώριενε το χωριό του βγάλανε λόγους και σε όλα τα μνημόσυνα εστένανε πλούσια τραπέζα που τάξε πώς ήτανε κάθε φορά γάμος....η και σαν πανηγύρι με χωρατά και αστεία στο τραπέζι και ιστορίες απο την ζωή του πατούχα των αζωντανών μα και των αποθαμένων και σαν ετρώγανε καλά και επίνανε κιόλας απο το πιό παλιό κόκκινο κρασί και εφευγανε οι εναπονήμαντες αζωντανοιχωριανοι για τα σπίθια ντωνε γή για τα καφενεία κατ.ευχαριστημένοι....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου