Στόν Αρμό στο Λιάτικο αμπέλι
Ευγιά έκανε νε εκεινη νά τη μέρα και εμονοπαντήσανε πέντε έξε γυναίκες ταχινή ταχινή εστρώσανε τσι γαιδάρους επήρανε φάρδους και εγύρανε κάτω να μαζώξουνε οξυνίδα για τσι σκρόφες
Το χωριό ντονε ήτανε στά όρη (στον ψηλορείτη) ο τόπος άγωνος, δεν εφύτρωνε ούτε η οξυνίδα, και η μόνη ασχολία στους χωριανούς ήτανε η κτηνοτροφία
Έπρεπε λοιπόν να κατεβούνε χαμηλά στους πρόποδες στα μετοχάκια που υπήρχανε στίς αυλές του ποταμού όπου υπήρχε βλάστηση και των αθρώπω οικαλιέργειες
Σαν εφτάξανε ταχυνή-ταχυνή όπως ήτανε ακόμη δροσουλιασμένος ο τόπος μολέρνουνε τσι γαιδάρους ελεύθερους να τρώνε όπου μπούνε και ότι βρούνε.. αυτές εμπήκανε στα αμπέλια να μαζώξουνε οξυνίδες γερά-γερά να γεμίσουνε τσι φάρδους να τσι δέσουνε μέχρι τσι μπουζούνους κια’πόκιας να φορτωθούνε και πορτακάλια απο τα περβόλιαπού ήτανε στήν αποκατωθιό πάντα, και καλά καλά πρίν να τσι καλοδούνε οι αθρώποι να πάρουνε τον δρόμο της επιστροφής μα και της επιτυχίας που θα ‘χουνε να ταίζουνε τσι χοίρους για δέκα μέρες, και θα φάνε και τα κοπέλια ένα πορτακάλι ξεκούραστο, γιατί όσοι φέρνανε στο χωριό πορτακάλια και επουλούσανε αυτές για να πάρουνε ένα καλάθι πορτακάλια εδείδανε τυροκομιό.
Το βράδυ στο μετοχι σάν είδενε ο ένας τόν άλλο λέη...
- Ζαχάρη έκιε στο αρμό έκουσα και εγκανίζανε το πρωί γαιδάροι και λέω τίνος είναι εκεινοι-νά οι γαιδάροι ετούτονα το γκάνισμα δέν είναι απο τσι δικούς μας, προβέρνω πέρα-πέρα και ξανοίγω και θωρώ πέντε’ξε γυναίκες και ήτανε μέσα στα αμπέλια και εμαζώνανε οξυνίδες και είχανε μέσα μολαρητά τα χτήματα και εγλοπατούσανε μέ έτσα ογρασά. Εδά τα αμπέλια ενοίξανε και δεν πρέπη να μπαίνουνε ζούμπερα μέσα, απο το χυλιμίντρι τω γαιδάρω εσπούσανε τσί κοντύλους και ετυφλώνανε τα μάτια και τα ξεκάμανε και επήανε στη δουλιά ντονε... και σπώ και πάω να τσι προκάμω και τονε λέω ...ίντα γυρέτε δα παέ δεν θωρήτε την ογρασά και γλοπατήτε και οι γαιδάροι ογιάντας είναι αμολατοί στα ξένα αμπέλια των αθρώπω...
Ντα δεν είναι τούτο νε του συγγενου μας του ζαχάρη.. εμείς σε ξένα αμπέλια δεν μπαίνωμε παρά μόνο στου συγγενού μας.... Αυτές εδά Ζαχάρη οι συγγενιές σου με το θάρος το δικό σου κατεβαίνουνε κάθε χρόνο έπαέ και πανίζουνε τον τόπο....και απο πά και ύστερα πάλι οφέτος θα κατεβαίνουνε κάθε ντίς και ντάη.. και θα ριμάσουνε τό τοπο μόνο να το κατές...
Ο Ζαχάρης τα γρύκανε τα παράπονα και του και δέν εγάτεχιε ίντα να πή, πότε-πότε του ερχότανε να τσιμογελάση,αλλά για να αποφύγη να απαντήση γυρίζη και του κάνη μισο αστειευόμενος μα και λίγο στα σοβαρά...για να του αλλάξη κουβέντα.
Χαραλάμπη θυμάσε μωρέ μια φορά οντεν’έβλεπε ο αφέντης σου τα σύκα (που τότες τα βλέπανε όσοι είχανε για να μη τα τρώνε οι αθρώποι ) και εξόμενε στόν αρμό στ’αμπέλι να μην του τα φάνε, και θωρή δυο Λειβαδιώτες και εβγαίνανε και όπως εβγαίνανε διψασμάνη και νυστικοί πιός γατέχη απο που ήρχουντονε επορπατούσανε μέσα στο δρόμο είπενε πράμμα ο γής τ’αλλού και τα βάνουνε καί έπαιζενε φορτωτιρίδια ο γής τ’αλλού και γκρεμίζουντε μέσα στ’αμπέλι και ετσακώνουντανε μέσα τσι κουρμούλες . Και ο κύρης σου σάμε να τσι δή απο τον φόβον του σπά και φεύγη και κατεβαίνη στο μετόχι και έρχεται στο σπίτι και εφώνιαζε του αφέντη μου γλακα και στ’αμπέλι τσακώνουντε δυό και θα σκοτωθούνε ΄μονο άντεστε να τσι ξεχωρίσωμε
Και μόλις τον έκουσε νε ο κακκομοίρης ο κύρης μου που όσο μυαλό είχιενε δεν είχανε όλοι οι χωριανοί μαζί, γυρίζη και του κάνη...
- Εεε κακομοίρη μπουνταλά έτσα το κάμανε για να φύγης να σου φάνε τα σύκα...άμε δα να δείς πώς ετρυγήσανε τη συκιά.
ένα κρυφό χαμογελο και τών οι΄δυο΄νών ήτανε η λήξη της κουβέντας..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου