Λαογραφικά Ηθογραφικά (. MILOPOTAMOS ) ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΓΡΑΦΗ Ο ΜΑΝ. ΚΛΑΔΟΣ)
O MΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ Ο ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑΣ ΚΑΙ ΤΟ ΓΥΡΟ-ΓΙΑΛΙ .................... ....... ....... ....... ........ ..ΧΩΡΙΟΝ ΓΑΡΑΖΟ ( ΕΔΡΑ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑ ) με τα τουριστικα θερετρα την Ομαλα το Φαρατσι τον Ανεμομυλο και το Μουσε..........
Σάββατο 12 Ιουνίου 2010
ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΕΣ ΔΟΞΑΡΙΕΣ...( ΠΑΤΗΣΕ ΔΙΠΛΟ ΚΛΙΚ ΝΑ ΑΝΟΙΞΗΣ ΤΟ ΚΑΝΑΛΙ...)
Δευτέρα 7 Ιουνίου 2010
Αφιερώμα - Κλάδος Γαβριήλ
( Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ...............)
( Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.
Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμα της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για το θείο του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟ ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά.
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του ΓΑΒΡΙΗΛ(Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου- Πυρπολητή στην επανάσταση του 1866 ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου. που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων).
Η έντονη προσωπικότητα του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημα του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει.
Κι εκείνος με ευχέρεια ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με Υπουργούς και Πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθηση του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση.
Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Είχα κι εγώ γνωρίσει τον περίφημο καλόγερο. Τον είχα επισκεφτεί στο κελί του και πολλές φορές κάτω από την κληματαριά του κελιού του τον είχα ακούσει να αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη ζωή και το θάνατο, για το μοναστήρι και τους θρύλους που το περιμαζώνουν, για τα κοπάδια του μοναστηριού και τους βοσκούς του, για τα ολοκαυτώματα που γίνονται κάθε τόσο για χάρη της.
Έτσι μέσα σε άκρες εγώ, είχα γνωρίσει στο πρόσωπο του το δυναμικό καλόγερο, τον άνθρωπο θαύμα με τις αμέτρητες γνωριμίες, το βοσκό που γνώριζε ένα και ένα όλα τα αιγοπρόβατα του μοναστηριού, τον απροσκύνητο αντάρτη του βουνού, το φιλόσοφο που είχε τις απόψεις του για κάθε θεωρία και πράξη. Δεν είχα όμως ποτέ μου αντιληφθεί – ο ίδιος δε μου είχε κάνει κουβέντα ποτέ γι’ αυτό- πως κοντά στ’ άλλα ο άνθρωπος αυτός διέθετε και θαυμάσιες ικανότητες ποίησης.
Δεν ήμουνα όμως μόνος εγώ που το αγνοούσα. Κάποια σκουντουφλιασμένη μέρα το 1985, που ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΣ έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας πόνο και συντριβή στους φίλους του και στους δικούς του, πολλοί άνθρωποι του στενού του κύκλου, αγνοούσανε τελείως τα ποιητικά του χαρίσματα.
Περάσανε κάμποσα χρόνια από τότε. Πριν από μερικές μέρες ο Κωστής Σπ. Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα, που μένει σήμερα στη Φλώρινα, έστειλε στην εφημερίδα μας το παρακάτω ποίημα. που όπως μας λέει ο ποιητής το είχε στο κελί του και του το έδωσε λίγο πριν πεθάνει.
Είναι ένα καλοφτιαγμένο ποίημα, με φοβερή ομοιοκαταληξία και ορθή σύνταξη, που ο κάθε στίχος του κρύβει κι από μια φιλοσοφία πάνω στο θέμα που λέγεται «ζωή».
Όταν παρουσίασα το έργο στην Συντακτική Επιτροπή της Εφημερίδας μας. όλοι είχαν την γνώμη πως αυτό πρέπει να δημοσιευτεί στα ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΑ ΝΕΑ.
Σήμερα λοιπόν ανάβοντας ένα μικρό κερί στη μνήμη του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΥ, προσφέρουμε το ποίημα για να το διαβάσει όλο το αναγνωστικό μας κοινό, κι όσοι είχαν γνωρίσει από κοντά τον άνθρωπο να μάθουν ακόμα πως ο περιλάλητος Μυλοποταμίτης καλόγερος ήτανε- κοντά στα άλλα- και ποιητής.
Η ζωή μου Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ....... ΔΙΗΓΑΤΑΙ......
Εξέχασα όσα κάτεχα και πράγμα δε θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.
Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δε ξέρω πόσα,
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.
Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω,
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.
Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώω και να πίνω,
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.
Έτρωγα ότι έβρισκα και ότι ήθελε μου λάχει,
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.
Επίσης πρέπει να σας πω και να σας ομολογήσω,
στα μάλλινα τυλίγομαι για να μην κρυολογήσω.
Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι,
και το κορμί μου ζύγιζα με λεβεντιά και χάρη.
Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου,
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.
Όλες τις δύσκολες δουλείες τις είχα για παιχνίδια,
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.
Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα,
τώρα μου δίνουνε ψωμί και γυρεύω ψίχα.
Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω,
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.
Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενά οπίσω,
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.
Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου,
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματά μου.
Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι,
τώρα με το φασκόμηλο και το χαμομήλι.
Αυτά λοιπόν εσκέφτηκα ίσως και άλλα τόσα,
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.
Μοναχός - Γαβριήλ Κλάδος
( Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ Ο ΚΑΛΟΓΕΡΟΣ ΤΟΥ ΑΡΚΑΔΙΟΥ ...............)
( Κατά το έτος 1910 γεννήθηκε στο χωριό Λιβάδια της επαρχίας Μυλοποτάμου ένα αγόρι, που οι γονείς του, του έδωσαν το όνομα Αντώνης.
Ήτανε ο Αντώνης ένα από τα τέσσερα παιδιά του περίφημου Βασίλη Κλάδου, που είχε ριζώσει σαν αγριοκυπάρισσος εκεί στα Λιβάδια, μέλος αξιόλογο κι αυτός της μεγάλης γενιάς των Κλάδων, που μέχρι και σήμερα, στον κάθε ιστορικό σταθμό της πατρίδας μας, δεν παρέλειψε να δώσει κι εκείνη αξία το παρόν της.
Γράμματα ο Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε στο σχολείο, γιατί μόλις που είχε αρχίσει να πηγαίνει ένας δάσκαλος που μόνο αφελή μπορεί να τον χαρακτηρίσει κανείς, τον ανάγκασε κάποια μέρα να πει μια λέξη που στη γλώσσα του δεν έστρωνε. Στο άκουσμα της, τα παιδιά όλα του σχολείου, ξεκαρδίστηκαν στα γέλια και μαζί τους και ο δάσκαλος.
Ο μικρός Αντώνης μπροστά σε τέτοιο «ξεγιβέντισμα» πήδησε από το παράθυρο, έφυγε σαν άλλος Πατούχας στα βουνά, με την απόφαση κι εκείνος να μην ξαναδιασκελίσει το κατώφλι του σχολείου.
Κι αλήθεια στο σχολείο δεν ξαναπάτησε, βρήκε όμως αργότερα τρόπο, να μάθει μόνος του να διαβάζει, και κάποιος φίλος μου που έτυχε να τον γνωρίσει κάποιο πρωινό που ανεβήκαμε μέχρι το μοναστήρι κι ακούσαμε τις απόψεις του σε γενικά και ειδικά θέματα και έμαθα αργότερα πως στο σχολείο δεν είχε πάει, μου είπε χαρακτηριστικά:
Γιατί να μην έχει πάει μέχρι την Τρίτη Γυμνασίου για να κυβερνά σήμερα την Ελλάδα!!!
Και ο υψηλών προδιαγραφών επιστήμονας φίλος μου πίστευε απόλυτα στα λόγια του.
Ο νεαρός λοιπόν Αντώνης Κλάδος δεν έμαθε γράμματα στο σχολείο του χωριού του. Μα σάμπως είναι και ο μόνος αυτή την εποχή;
Εξάλλου το επάγγελμα του βοσκού που διάλεξε μόνο του, δεν είχε και τόση ανάγκη από γράμματα. Τον έφτανε μόνο εκείνο που από τα χαρακτηριστικά και μόνο μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα, τα δικά τους αιγοπρόβατα, να αρμέγει και να τυροκομά από τότε που ήτανε ακόμα μικρός, να ρίχνει στο σημάδι και να μένει ανίκητος στο πάλεμα, ανάμεσα στους άλλους συνομήλικούς του.
Δεν ξέρουμε αλήθεια ποιοι παράγοντες συντελέσανε για να σκεφτεί και να αποφασίσει ο Αντώνης τη μοναχική ζωή. Φαίνεται όμως πως κοντά στ’ άλλα έπαιξε σημαντικό ρόλο σ’ αυτό και η μνήμη κάποιου ήρωα, που ο μικρός Αντώνης ένοιωθε την τραγική μορφή του να πλανάται μέσα και γύρω από το σπίτι τους, κι ας μη τον είχε γνωρίσει εκείνος ποτέ.
Πρόκειται για το θείο του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟ ηγούμενο του Αρσανίου, που στις 5 Μαρτίου 1897 έπεσε πολεμώντας ηρωικά στην πολυθρύλητη μάχη του Μαρουλά.
Πήγε λοιπόν κι ο Αντώνης Κλάδος στο ιστορικό Αρκάδι, φόρεσε το τζουμπέ του μοναχού και πήρε καλογερικό όνομα, το όνομα του θείου του ΓΑΒΡΙΗΛ(Γαβρίλης), που για το Αρκάδι δεν πάει να είναι και το όνομα του θρυλικού Ηγούμενου- Πυρπολητή στην επανάσταση του 1866 ΓΑΒΡΙΗΛ ΜΑΡΙΝΑΚΗ.
Αργότερα του ανατέθηκε από το «Ηγουμενικό συμβούλιο» η αρμοδιότητα του «κουραδονόμου» δηλ. του καλόγερου εκείνου. που έπρεπε να φροντίζει για τα κοπάδια του μοναστηριού (φύλαξη των ζώων, βοσκή, άρμεγμα, τυροκόμηση, προώθηση για πούληση τυριών και ζώων).
Η έντονη προσωπικότητα του, οι αμέτρητες γνωριμίες του, οι τόσοι και τόσοι φίλοι του κι εκείνο το διαπεραστικό του βλέμμα, που διαπερνούσε τη σκέψη κι έβρισκε ολοκάθαρη την αλήθεια, αδιάφορο από τι του έλεγε όποιος συνομιλούσε μαζί του, προστάτεψαν χρόνια και χρόνια τα κοπάδια του μοναστηριού.
Μα ο αγράμματος υποτίθεται Γαβρίλης γίνεται με το καιρό διάσημος. Το ανάστημά του, η λεβεντιά του, το αρρενωπό παράστημα του, κι εκείνο το αετίσιο βλέμμα του εντυπωσιάζουν. Όποιος φτάσει στο μοναστήρι κι έχει κάτι ακούσει για λόγου του, επιθυμεί να τον γνωρίσει.
Κι εκείνος με ευχέρεια ευρωπαίου διπλωμάτη δέχεται τους πάντες και συνομιλεί με Υπουργούς και Πρωθυπουργούς, με βιομηχάνους και εφοπλιστές, με λόγιους και συγγραφείς με την ίδια ευκολία που, κουβεντιάζει με τους απλούς χωρικούς, τους άλλους καλόγερους, τους βοσκούς του μοναστηριού.
Είχανε ισχυρισθεί πολλοί απ’ εκείνους που τον είχανε γνωρίσει από κοντά πως ο φόβος και η δειλία ήτανε αισθήματα άγνωστα σε κείνον.
Τα χρόνια περνούσαν, η πείρα πρόσθετε μέρα με τη μέρα στη μάθηση του, και η δυνατή αντίληψη του ήτανε έτοιμη στην κάθε περίπτωση να κρίνει και να διαλέξει το σωστό. Ο ορθολογισμός που οι άλλοι αποκτούνε με πολύχρονες μελέτες και μεγάλες προσπάθειες, είχε γίνει κτήμα δικό του από κάποια θεία φύση.
Έζησε στο μοναστήρι πάνω από μισό αιώνα. Γνώρισε κόσμο και κόσμο, απόκτησε φίλους, από ανθρώπους άσημους κι απλοϊκούς, μέχρι διάσημους και πολυτάλαντους κι όλους αυτούς τους εκτιμούσε και τους υπολόγιζε. Πίστευε πως για τον καθένα οι φίλοι είναι θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας.
Είχα κι εγώ γνωρίσει τον περίφημο καλόγερο. Τον είχα επισκεφτεί στο κελί του και πολλές φορές κάτω από την κληματαριά του κελιού του τον είχα ακούσει να αναπτύσσει τις θεωρίες του για τη ζωή και το θάνατο, για το μοναστήρι και τους θρύλους που το περιμαζώνουν, για τα κοπάδια του μοναστηριού και τους βοσκούς του, για τα ολοκαυτώματα που γίνονται κάθε τόσο για χάρη της.
Έτσι μέσα σε άκρες εγώ, είχα γνωρίσει στο πρόσωπο του το δυναμικό καλόγερο, τον άνθρωπο θαύμα με τις αμέτρητες γνωριμίες, το βοσκό που γνώριζε ένα και ένα όλα τα αιγοπρόβατα του μοναστηριού, τον απροσκύνητο αντάρτη του βουνού, το φιλόσοφο που είχε τις απόψεις του για κάθε θεωρία και πράξη. Δεν είχα όμως ποτέ μου αντιληφθεί – ο ίδιος δε μου είχε κάνει κουβέντα ποτέ γι’ αυτό- πως κοντά στ’ άλλα ο άνθρωπος αυτός διέθετε και θαυμάσιες ικανότητες ποίησης.
Δεν ήμουνα όμως μόνος εγώ που το αγνοούσα. Κάποια σκουντουφλιασμένη μέρα το 1985, που ο ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΣ έφυγε για το μεγάλο ταξίδι, αφήνοντας πόνο και συντριβή στους φίλους του και στους δικούς του, πολλοί άνθρωποι του στενού του κύκλου, αγνοούσανε τελείως τα ποιητικά του χαρίσματα.
Περάσανε κάμποσα χρόνια από τότε. Πριν από μερικές μέρες ο Κωστής Σπ. Νικολουδάκης από την Ελεύθερνα, που μένει σήμερα στη Φλώρινα, έστειλε στην εφημερίδα μας το παρακάτω ποίημα. που όπως μας λέει ο ποιητής το είχε στο κελί του και του το έδωσε λίγο πριν πεθάνει.
Είναι ένα καλοφτιαγμένο ποίημα, με φοβερή ομοιοκαταληξία και ορθή σύνταξη, που ο κάθε στίχος του κρύβει κι από μια φιλοσοφία πάνω στο θέμα που λέγεται «ζωή».
Όταν παρουσίασα το έργο στην Συντακτική Επιτροπή της Εφημερίδας μας. όλοι είχαν την γνώμη πως αυτό πρέπει να δημοσιευτεί στα ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΙΤΙΚΑ ΝΕΑ.
Σήμερα λοιπόν ανάβοντας ένα μικρό κερί στη μνήμη του ΓΑΒΡΙΗΛ ΚΛΑΔΟΥ, προσφέρουμε το ποίημα για να το διαβάσει όλο το αναγνωστικό μας κοινό, κι όσοι είχαν γνωρίσει από κοντά τον άνθρωπο να μάθουν ακόμα πως ο περιλάλητος Μυλοποταμίτης καλόγερος ήτανε- κοντά στα άλλα- και ποιητής.
Η ζωή μου Ο ΓΑΒΡΙΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ....... ΔΙΗΓΑΤΑΙ......
Εξέχασα όσα κάτεχα και πράγμα δε θυμούμαι,
στα βάσανα βραδιάζομαι και τσι καημούς κοιμούμαι.
Χρόνια πολλά πρωτύτερα κι εγώ δε ξέρω πόσα,
είχα μια σκέψη καθαρή και μια αιθέρια γλώσσα.
Μα τώρα δεν αισθάνομαι ανάγκη για να ζήσω,
και το γιατί μη θέλετε να σας το εξηγήσω.
Μπορούσα δυο μερόνυχτα να τρώω και να πίνω,
τώρα μου βάνουνε φαΐ και το μισό αφήνω.
Έτρωγα ότι έβρισκα και ότι ήθελε μου λάχει,
τώρα και το κοτόπουλο καθίζει στο στομάχι.
Επίσης πρέπει να σας πω και να σας ομολογήσω,
στα μάλλινα τυλίγομαι για να μην κρυολογήσω.
Είχα μαλλιά κατάμαυρα και πρόσωπο φεγγάρι,
και το κορμί μου ζύγιζα με λεβεντιά και χάρη.
Πονούσα και υπέφερα για τα στραβά του κόσμου,
ο ξένος πόνος ήτανε πολλές φορές δικός μου.
Όλες τις δύσκολες δουλείες τις είχα για παιχνίδια,
τώρα που σαραβάλιασα με ζώσανε τα φίδια.
Εις το σημάδι έριχνα και μοίραζα τη τρίχα,
τώρα μου δίνουνε ψωμί και γυρεύω ψίχα.
Παρών εδώ, παρών εκεί, παρών απάνω κάτω,
τώρα παραμερίστηκα σα ραγισμένο πιάτο.
Για τα κοινά ζητήματα δεν έμενά οπίσω,
τώρα και τα παπούτσια μου δε σκύβω να γυαλίσω.
Πάνε οι συγκινήσεις μου και τα αισθήματά μου,
θλιμμένα και αδιάφορα τραβώ τα βήματά μου.
Πάνε τα ξεφαντώματα αγαπητοί μου φίλοι,
τώρα με το φασκόμηλο και το χαμομήλι.
Αυτά λοιπόν εσκέφτηκα ίσως και άλλα τόσα,
μα δε μπορώ να σας τα πω ξεράθηκεν η γλώσσα.
Μοναχός - Γαβριήλ Κλάδος
Δευτέρα 3 Μαΐου 2010
ΚΡΗΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΚΡΗΤΙΚΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ
1.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Μια μερα ερχεται ενας κρητικος ο ΓΙΩΡΓΗΣ για πρωτη φορα στη ζωη ντου απανω στην Αθηνα...κατεβαινη λοιπον ταχυνη ταχυνη απο το παπορι ητανε ακομη σκοτιδι και επορπατιενε έκια γυρω στα σοκακια μεσα στα μηχανουργια στις αποθηκες του πειραια... ακουγε και τους μαγκες με τους μαχαλομαγκες να κουβεδιάζουνε μαγκικα... Ολα γιαυτον του φαινοτανε περιεργα οπως περιεργο ηταν και οι γραμμες του τρενου που βρεθηκε χωρις να το καταλαβη να πορπατη μεσα στις ραγες και δεν υξερε απο που να βγη αφου δεξια και αριστερα ειχε εμποδια κατα μηκος της γραμμης...κοιταζε λοιπον τις σιδερενιες ραγες και σκευτοτανε τι αραγε περναη απο δω..αφου εμας στη κρητη ...δεν υπαρχη τετοιο πραγμα.....Απανω λοιπον στη σκεψιν του αυτη να και ξεπροβερνη ενα τρενο ναρχεται αργα να βγαζη καπνους να σφυριζη και να επιταχυνη σιγα σιγα ταχυτητα.
Ο Γιωργης βλεποντας αυτο το σιδερενιο θηριο με τους καπνους σφυρές και ν,αρχεται κατ΄,επανω του’ σπα πέρα και επηγαινε τρεχοντας κατα μηκος των γραμμων και αξ οπίσο ντου να τρέχη το τρένο...ΤΡΕΧΗ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑ ΤΡΕΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ.....το τρενο δεν σταματαγιε και ο γιωργης εγλακανε ξεγλωσησμενος....και πρωτη σταση που εκαμε ηταν το λιανοκλαδι γιατι ετυχιε ναναι το παντερμο...τοτρενο το ιντερσιτι...
Στενετε λοιπον το τρενο στενετε και ο γιωργης... θωρη το λιανοκλαδι και εθυμηθηκε πως εκια ειχενε ενα φιλο ρωτα ο γιωργης και του αρμηνεψανε που ειναι του φιλου ντου το σπιτι αγκαλιες φιλια οι δυο παλιοι φιλοι και λεη τσι γυναικας ...
- γυναικα βαλε τη χυτρα να βαλης γρηγορα κρεας να φαμε μενα παλιο μου φιλο...
Οπως εβραζε η χυτρα αρχισε και αυτη να σφυριζη και να βγανη καπνους οπως το τρενο....
Αγριεβη ο γιωργης βγανη το μπιστολι και εριξε μια γεμηστηρα σφαιρες στη χυτρα..που τη δυελυσε τελειος....λεγοντας..
..Ετουτανα τα διαολακια πρεπη να τα σκοτωνουμε μικρα γιατι αμα θα μεγαλοσουνε θα μας σε πανε στην Αλεξαντρουπολη............
2.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΩΓΕΙΑΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Ειναι απογευματακι και το Ανωγειανο λεωφορειο στο Ρεθεμνος εχη αρχιση να φορτωνη τα μπρατη δεματα κοφινια και οτι ειχανε αγορασμενα απο την αγορα οι επιβατες της επιστροφης στα χωριαντονε....περαμαθιανουσ αγ συλιωτες δαφνεδιανους μουρτζανιωτες γαραζανους ομαλιανους ανεμομυλιανους φαρατσανους κατεριανους βενιανους αξικους και ανωγειανους με τσι βουργιες τονε τσι μπολιδες τωνε και μερικοι ειχανε αγορασμενα και απο μια μπρουλισταρέ κουλούρια κρεμασμενα στα παραθυρια του λεωφορειου....... Κουβεντιαζουνε και ανα μαζονοντε γιατι σε λιγο θαξαναξεκινηση το αμαξι να ξαναγυαγηρουνε στα χωριανντονε
Ειναι αξιον λογου να σημειωθη οτι εκτος του κεντρικου οδικου δυκτιου του αξωνος της κρητης που ήταν ασφαλτος ολοι οι αλλοι δρομοι ήταν χωματοδρομοι με λασπες πετρες ρυακο φαώματα λάκκους και κακοβολιές και στα χωρια του ορεινου ογκου του ψηλορειτη ( μυλοποταμος ) ενα παραπανο....
Μπαινη λοιπον ενας ανωγειανος και εξανοιγε που θα βρη να κατσι...και γυρηζη ενας κατομεριτης και του κανη κουμπαρε ανωγειανος εισαι...λεη ναι...
Ελα κατσε απο το παραθυρη να μη ξερασης (ταχαμου πας μακρυα εγω θα κατεβω πιο κοντα)
Μα ιντα μωρε μου λες??? Να ξεράσω??
Λεη ναι.........
Μόνο ανε σε ξανοιγω πολύ ωρα ! ! ! (θα ξερασω)
Κοκαλο ο κατωμερίτης...
3.- ΕΝΑΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ ΣΤΗ ΧΑΝΙΟΠΟΡΤΑ
Τα παλια χρονια όποιος επερνανε τη χανιο πορτα απο αλάργο εφαινουντονε ποιος ητανε επαρχιώτης και ποιος ήτανε ψαλιδοκολος τσι πολιτιας...απο τη φορεσια απο τη πορπατησια απο την εμιλιά γη και απο τη καλύκωση.....
Ετσα και σε τουτηνε τη ιστορια επερνανε ενας επαρχιωτης... αλλα βουνησιος...τη χανιο-πορτα στο Ηράκλειο ο οποιος ειχε μπη πρωτη φορα σε πολιτία πρωτη φορα εβλεπε πολλους αθρωπους πολλα αυτοκινητα και πολυοροφα σπιτια....
Και πραγματικα επηγαινε σαν χαμενος στο δρομο δεν εγατεχιε ουτε που επηγαινε και ουτε που ευρινου ντο νε ....Απο μακρυα λοιπον τονε βλεπη μια ατσιγκανα τονε βανη στοχο και τον πλησιαζη του πιανη τη παλαμη του χεριου ντου να του ανοιξη τη μοιρα ντου να του πη για τη ζωη ντου να του πη το πως θα παη... Απο τωρα και πέρα και αλλα...
Γυριζη και αυτος και τσι μπορης μωρη εδα να πης που παω ???
- Ξανοιγη αυτη τη χερα ντου και του λεη ναι ξερω δωσε μου ενα κατοσταρικο να σου πω.......
- Χασου μωρη απο τα ματια μου...πως εγω δεν γατεω που παω και... θα μου πης εσυ που πάω.........
3.- ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΑΞΙ ΠΕΤΟΥΝΕ
Αυτα ελεγε και ξαναλεγε ενας στο καφενειο και εβανε και στοιχημα ( ....ναι μα τα κοκαλα τσι μανας μου.....και βανω και στοιχημα οτι θες..... )
Στο καφενειο τον ειχανε τριγυρισμένα ολοι και των ελεγε την ιστορια....
Εγω εμπηκα στο ταξι μολις εβγηκα απο το καραβι εβαλα και τα δεματα που επηγαινα τσι κορης μου του δεινω τη συσταση σ ενα χαρτακι οπως την ειχα γραμμενη απο το σπιτι και επηγαινα στους αγιούς αναργύρους οδος σκαλιδομιχαλη 42.. καθίζω εγω στη καθηστούρα και επηγαιναμε απο το ποταμι οπως ακουγα και ελεγε και η κορη μου... Οπως επηγαιναμε εγω ημουνε κουρασμενος μια στιγμη ανοιγω τα ματια που και θωωρω απο κατω μας και επερνουσανε αυτοκινητα μεχρι φορτηγα και λεωφορεια....εγω εξανακλεισα τα ματια μου τα ξανανοιξα ισαμε να παω στη κορη μου δυο τρεις φορες και παλι σ ολη τη διαδρομη ειδα πως επετανε το ταξι και επερνουσανε ολα τ αλλα αμαξα απο κατω μας..... Μεχρι που οντενε ξυπνησα και εφταξα στη θηγατερα μου΄΄
Ντα εγω μωρε την αλλη βδομαδα θα βγω και θα δω του λεη ενας άλλος.....
Την αλλη βδομαδα πραγματικα μπαινη και αυτος στο καραβι κατεβαινη του συμωνη ενας μαγκας πηραιωτης ταξι και του κανη
- φιλε που θελης να σε παιτάξω ( το ακουη αυτος και γρουλωνη τα ματια ντου...)
-παω στη συγκρού....
Φορτωνη τα δεματα ξεκινουν και επηγαινανε βανη και αυτος τη ζωνη και εβαστανε σφυχτα με τα χερια και επροετοιμαζουντονε για την απογηωση...μια στιγμη ο πιλοτος του ταξι μεσα στη σιωπη να του λεγη
- που θελης να σε πεταξω ψηλα η χαμηλα ????
- ωχ ...Οσο μπορης πετα χαμηλα να μη σκοτοθουμε νε κιόλας...
1.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ
Μια μερα ερχεται ενας κρητικος ο ΓΙΩΡΓΗΣ για πρωτη φορα στη ζωη ντου απανω στην Αθηνα...κατεβαινη λοιπον ταχυνη ταχυνη απο το παπορι ητανε ακομη σκοτιδι και επορπατιενε έκια γυρω στα σοκακια μεσα στα μηχανουργια στις αποθηκες του πειραια... ακουγε και τους μαγκες με τους μαχαλομαγκες να κουβεδιάζουνε μαγκικα... Ολα γιαυτον του φαινοτανε περιεργα οπως περιεργο ηταν και οι γραμμες του τρενου που βρεθηκε χωρις να το καταλαβη να πορπατη μεσα στις ραγες και δεν υξερε απο που να βγη αφου δεξια και αριστερα ειχε εμποδια κατα μηκος της γραμμης...κοιταζε λοιπον τις σιδερενιες ραγες και σκευτοτανε τι αραγε περναη απο δω..αφου εμας στη κρητη ...δεν υπαρχη τετοιο πραγμα.....Απανω λοιπον στη σκεψιν του αυτη να και ξεπροβερνη ενα τρενο ναρχεται αργα να βγαζη καπνους να σφυριζη και να επιταχυνη σιγα σιγα ταχυτητα.
Ο Γιωργης βλεποντας αυτο το σιδερενιο θηριο με τους καπνους σφυρές και ν,αρχεται κατ΄,επανω του’ σπα πέρα και επηγαινε τρεχοντας κατα μηκος των γραμμων και αξ οπίσο ντου να τρέχη το τρένο...ΤΡΕΧΗ Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΜΑ ΤΡΕΧΗ ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΕΝΟ.....το τρενο δεν σταματαγιε και ο γιωργης εγλακανε ξεγλωσησμενος....και πρωτη σταση που εκαμε ηταν το λιανοκλαδι γιατι ετυχιε ναναι το παντερμο...τοτρενο το ιντερσιτι...
Στενετε λοιπον το τρενο στενετε και ο γιωργης... θωρη το λιανοκλαδι και εθυμηθηκε πως εκια ειχενε ενα φιλο ρωτα ο γιωργης και του αρμηνεψανε που ειναι του φιλου ντου το σπιτι αγκαλιες φιλια οι δυο παλιοι φιλοι και λεη τσι γυναικας ...
- γυναικα βαλε τη χυτρα να βαλης γρηγορα κρεας να φαμε μενα παλιο μου φιλο...
Οπως εβραζε η χυτρα αρχισε και αυτη να σφυριζη και να βγανη καπνους οπως το τρενο....
Αγριεβη ο γιωργης βγανη το μπιστολι και εριξε μια γεμηστηρα σφαιρες στη χυτρα..που τη δυελυσε τελειος....λεγοντας..
..Ετουτανα τα διαολακια πρεπη να τα σκοτωνουμε μικρα γιατι αμα θα μεγαλοσουνε θα μας σε πανε στην Αλεξαντρουπολη............
2.- Ο ΓΙΩΡΓΗΣ ΚΑΙ ΤΟ ΑΝΩΓΕΙΑΝΟ ΛΕΩΦΟΡΕΙΟ
Ειναι απογευματακι και το Ανωγειανο λεωφορειο στο Ρεθεμνος εχη αρχιση να φορτωνη τα μπρατη δεματα κοφινια και οτι ειχανε αγορασμενα απο την αγορα οι επιβατες της επιστροφης στα χωριαντονε....περαμαθιανουσ αγ συλιωτες δαφνεδιανους μουρτζανιωτες γαραζανους ομαλιανους ανεμομυλιανους φαρατσανους κατεριανους βενιανους αξικους και ανωγειανους με τσι βουργιες τονε τσι μπολιδες τωνε και μερικοι ειχανε αγορασμενα και απο μια μπρουλισταρέ κουλούρια κρεμασμενα στα παραθυρια του λεωφορειου....... Κουβεντιαζουνε και ανα μαζονοντε γιατι σε λιγο θαξαναξεκινηση το αμαξι να ξαναγυαγηρουνε στα χωριανντονε
Ειναι αξιον λογου να σημειωθη οτι εκτος του κεντρικου οδικου δυκτιου του αξωνος της κρητης που ήταν ασφαλτος ολοι οι αλλοι δρομοι ήταν χωματοδρομοι με λασπες πετρες ρυακο φαώματα λάκκους και κακοβολιές και στα χωρια του ορεινου ογκου του ψηλορειτη ( μυλοποταμος ) ενα παραπανο....
Μπαινη λοιπον ενας ανωγειανος και εξανοιγε που θα βρη να κατσι...και γυρηζη ενας κατομεριτης και του κανη κουμπαρε ανωγειανος εισαι...λεη ναι...
Ελα κατσε απο το παραθυρη να μη ξερασης (ταχαμου πας μακρυα εγω θα κατεβω πιο κοντα)
Μα ιντα μωρε μου λες??? Να ξεράσω??
Λεη ναι.........
Μόνο ανε σε ξανοιγω πολύ ωρα ! ! ! (θα ξερασω)
Κοκαλο ο κατωμερίτης...
3.- ΕΝΑΣ ΕΠΑΡΧΙΩΤΗΣ ΣΤΗ ΧΑΝΙΟΠΟΡΤΑ
Τα παλια χρονια όποιος επερνανε τη χανιο πορτα απο αλάργο εφαινουντονε ποιος ητανε επαρχιώτης και ποιος ήτανε ψαλιδοκολος τσι πολιτιας...απο τη φορεσια απο τη πορπατησια απο την εμιλιά γη και απο τη καλύκωση.....
Ετσα και σε τουτηνε τη ιστορια επερνανε ενας επαρχιωτης... αλλα βουνησιος...τη χανιο-πορτα στο Ηράκλειο ο οποιος ειχε μπη πρωτη φορα σε πολιτία πρωτη φορα εβλεπε πολλους αθρωπους πολλα αυτοκινητα και πολυοροφα σπιτια....
Και πραγματικα επηγαινε σαν χαμενος στο δρομο δεν εγατεχιε ουτε που επηγαινε και ουτε που ευρινου ντο νε ....Απο μακρυα λοιπον τονε βλεπη μια ατσιγκανα τονε βανη στοχο και τον πλησιαζη του πιανη τη παλαμη του χεριου ντου να του ανοιξη τη μοιρα ντου να του πη για τη ζωη ντου να του πη το πως θα παη... Απο τωρα και πέρα και αλλα...
Γυριζη και αυτος και τσι μπορης μωρη εδα να πης που παω ???
- Ξανοιγη αυτη τη χερα ντου και του λεη ναι ξερω δωσε μου ενα κατοσταρικο να σου πω.......
- Χασου μωρη απο τα ματια μου...πως εγω δεν γατεω που παω και... θα μου πης εσυ που πάω.........
3.- ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΤΑ ΤΑΞΙ ΠΕΤΟΥΝΕ
Αυτα ελεγε και ξαναλεγε ενας στο καφενειο και εβανε και στοιχημα ( ....ναι μα τα κοκαλα τσι μανας μου.....και βανω και στοιχημα οτι θες..... )
Στο καφενειο τον ειχανε τριγυρισμένα ολοι και των ελεγε την ιστορια....
Εγω εμπηκα στο ταξι μολις εβγηκα απο το καραβι εβαλα και τα δεματα που επηγαινα τσι κορης μου του δεινω τη συσταση σ ενα χαρτακι οπως την ειχα γραμμενη απο το σπιτι και επηγαινα στους αγιούς αναργύρους οδος σκαλιδομιχαλη 42.. καθίζω εγω στη καθηστούρα και επηγαιναμε απο το ποταμι οπως ακουγα και ελεγε και η κορη μου... Οπως επηγαιναμε εγω ημουνε κουρασμενος μια στιγμη ανοιγω τα ματια που και θωωρω απο κατω μας και επερνουσανε αυτοκινητα μεχρι φορτηγα και λεωφορεια....εγω εξανακλεισα τα ματια μου τα ξανανοιξα ισαμε να παω στη κορη μου δυο τρεις φορες και παλι σ ολη τη διαδρομη ειδα πως επετανε το ταξι και επερνουσανε ολα τ αλλα αμαξα απο κατω μας..... Μεχρι που οντενε ξυπνησα και εφταξα στη θηγατερα μου΄΄
Ντα εγω μωρε την αλλη βδομαδα θα βγω και θα δω του λεη ενας άλλος.....
Την αλλη βδομαδα πραγματικα μπαινη και αυτος στο καραβι κατεβαινη του συμωνη ενας μαγκας πηραιωτης ταξι και του κανη
- φιλε που θελης να σε παιτάξω ( το ακουη αυτος και γρουλωνη τα ματια ντου...)
-παω στη συγκρού....
Φορτωνη τα δεματα ξεκινουν και επηγαινανε βανη και αυτος τη ζωνη και εβαστανε σφυχτα με τα χερια και επροετοιμαζουντονε για την απογηωση...μια στιγμη ο πιλοτος του ταξι μεσα στη σιωπη να του λεγη
- που θελης να σε πεταξω ψηλα η χαμηλα ????
- ωχ ...Οσο μπορης πετα χαμηλα να μη σκοτοθουμε νε κιόλας...
Τετάρτη 28 Απριλίου 2010
Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010
ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΣ ΔΗΜΟΣ ΚΟΥΛΟΥΚΩΝΑ ( ΤΟ ΓΑΡΑΖΟ )
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009
TO ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ ( Ο ΘΙΑΡΜΟΣ )ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
ΤΟ ΞΕΜΑΤΙΑΣΜΑ...
( ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΑ ... Ο ..... ΘΙΑΡΜΟΣ...... )
Μια πετσέτα μια παραμάνα τσιτωμένη μετρημένη η πετσέτα απο τη μια γωνία ένα πύχη του χεριού σύν και ( μια παλαμη...) ... .. τεσσερα δάκτυλα......
Στο σημείο αυτό τοποθετήται και λίγο αλάτσι...
( αλάτι ψιλο ηρας η κάλας... ) και την διπλώνη με τέτοιο τρόπο σαν να είναι δεσπότης και την πιάνη απο το σημείο αυτο και ετοιμάζεται για το μυστήριο................
Ο ματιασμένος κάθεται κοντά στο επιστήμωνα και αυτός σηκώνη την πετσετα και κάνη τον σταυρό ντου λέγοντας........
Στο όνομα σου θεέ μου.... Αφέντη μου χριστέ μου... Αγιε Παντελεήμονα πρώτε γιατρε του κόσμου....
Ως κινησε ο θιαρμος Ο καημός ο μεγάλος καταποντησμός του παντίχνη ο δεσπότης χριστός και του .... Λέη..
- Που πας θιαρμέ ? ? ? Που πας καημέ.... μεγάλε καταποντησμέ ? ? ? ?
- Πάω δεσπότη μου χριστέ μου αλόγατα να ξεσελώσω ... ζευγάρια να ξεζευγαρώσω .... Αμπέλια να ξεράνω .... Και κόρη να μαράνω.....
- Πίσω θιαρμέ ..πίσω καημέ μεγάλε καταποντησμέ... Άμε σ’τσί μαύρες θάλασσες που πετεινοι δεν κράζουνε όρθες δεν κακαρίζουνε.....οι σκύλοι δεν γαυγίζουνε Και να λείψης απο το όνομα του θεου.... ( λέη ονομα ασθενή και συνεχίζη )..... Απο την ψύν ντου .. απο τους φλεμόνους του... Απο την καρδιάν του... Απο τα νύχια των χεριών του.. Απο τα νύχια των ποδιών ..... Απο τσι κόρες των ματιών του ....φύγε- φύγε -φύγε. Κύριε ελέησον ημάς ..κύριε ελέησον ημάς.... Κύριε ελέησον ημάς.... Αμήν....
Αυτα ολα θα τα επαναλάβη τρείς φορές..... Και το σημείο του αλατιου θα πρέπη να περιφέρεται πάνω απο το κεφάλι του άρρωστου (σε σημείου σταυρου .... )
προσοχη ειναι άξιον να αναφερθή ότι καθ όλη την διάρκεια χασμουριέται και ο ασθενής αλλά και ο πυρινικός επιστήμωνας..... γέγονε ......
ΚΆΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΗ ΤΗ ΓΥΘΙΑ ΜΕΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΧΗ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΗ ΟΤΙ ΛΕΙΠΟΥΝ ΛΙΓΑ ΔΑΚΤΥΛΑ..... ΙΣΟΝ ΜΙΚΡΟΣ ΘΙΑΡΜΟΣ.... ΕΑΝ ΛΕΙΠΗ ΌΛΗ Η ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΤΕ ΘΕΛΗ ΠΟΛΥ ΣΥΝΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΗ ΤΟ ΠΟΛΥ ΜΑΤΙ......
ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΝΑ ΕΧΕΤΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟ ΜΑΘΕΤΕ...........
( ΤΟ ΣΑΡΑΝΤΙΣΜΑ ... Ο ..... ΘΙΑΡΜΟΣ...... )
Μια πετσέτα μια παραμάνα τσιτωμένη μετρημένη η πετσέτα απο τη μια γωνία ένα πύχη του χεριού σύν και ( μια παλαμη...) ... .. τεσσερα δάκτυλα......
Στο σημείο αυτό τοποθετήται και λίγο αλάτσι...
( αλάτι ψιλο ηρας η κάλας... ) και την διπλώνη με τέτοιο τρόπο σαν να είναι δεσπότης και την πιάνη απο το σημείο αυτο και ετοιμάζεται για το μυστήριο................
Ο ματιασμένος κάθεται κοντά στο επιστήμωνα και αυτός σηκώνη την πετσετα και κάνη τον σταυρό ντου λέγοντας........
Στο όνομα σου θεέ μου.... Αφέντη μου χριστέ μου... Αγιε Παντελεήμονα πρώτε γιατρε του κόσμου....
Ως κινησε ο θιαρμος Ο καημός ο μεγάλος καταποντησμός του παντίχνη ο δεσπότης χριστός και του .... Λέη..
- Που πας θιαρμέ ? ? ? Που πας καημέ.... μεγάλε καταποντησμέ ? ? ? ?
- Πάω δεσπότη μου χριστέ μου αλόγατα να ξεσελώσω ... ζευγάρια να ξεζευγαρώσω .... Αμπέλια να ξεράνω .... Και κόρη να μαράνω.....
- Πίσω θιαρμέ ..πίσω καημέ μεγάλε καταποντησμέ... Άμε σ’τσί μαύρες θάλασσες που πετεινοι δεν κράζουνε όρθες δεν κακαρίζουνε.....οι σκύλοι δεν γαυγίζουνε Και να λείψης απο το όνομα του θεου.... ( λέη ονομα ασθενή και συνεχίζη )..... Απο την ψύν ντου .. απο τους φλεμόνους του... Απο την καρδιάν του... Απο τα νύχια των χεριών του.. Απο τα νύχια των ποδιών ..... Απο τσι κόρες των ματιών του ....φύγε- φύγε -φύγε. Κύριε ελέησον ημάς ..κύριε ελέησον ημάς.... Κύριε ελέησον ημάς.... Αμήν....
Αυτα ολα θα τα επαναλάβη τρείς φορές..... Και το σημείο του αλατιου θα πρέπη να περιφέρεται πάνω απο το κεφάλι του άρρωστου (σε σημείου σταυρου .... )
προσοχη ειναι άξιον να αναφερθή ότι καθ όλη την διάρκεια χασμουριέται και ο ασθενής αλλά και ο πυρινικός επιστήμωνας..... γέγονε ......
ΚΆΘΕ ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΘΑ ΠΗ ΤΗ ΓΥΘΙΑ ΜΕΤΡΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΥΧΗ ΤΟΥ ΧΕΡΙΟΥ ΤΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΠΙΣΤΩΝΗ ΟΤΙ ΛΕΙΠΟΥΝ ΛΙΓΑ ΔΑΚΤΥΛΑ..... ΙΣΟΝ ΜΙΚΡΟΣ ΘΙΑΡΜΟΣ.... ΕΑΝ ΛΕΙΠΗ ΌΛΗ Η ΠΑΛΑΜΗ ΤΟΤΕ ΘΕΛΗ ΠΟΛΥ ΣΥΝΚΕΝΤΡΩΣΗ ΚΑΙ ΠΙΣΜΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΑΛΗ ΤΟ ΠΟΛΥ ΜΑΤΙ......
ΠΑΝΤΑ ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ ΝΑ ΕΧΕΤΑΙ ΟΣΟΙ ΤΟ ΜΑΘΕΤΕ...........
Αναρτήθηκε από
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟ 1904 Η ( ΧΑΗΝΗΣ ) παπους του eklados & των χαηνηδων
στις
10:55 π.μ.
0
σχόλια
Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009
Ο ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΞΕΝΗΤΑΔΕΣΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΗΘΟΓΡΑΦΙΚΑ ΚΡΗΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ
O ΓΑΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΞΕΝΗΤΑΔΕΣ
Μισο αιωνα πρίν ...και ακομη κάτι χρόνια....σ’ενα ορεινο χωριο του ψηλορείτη...
( γάμος εγένετο....και πλήθος κόσμου....κατ’έφθαναν για να συμετέχουν στο μέγα μυστήριον... Έτσι θα διαβάζαμε σήμερα κατα το θείον κατα Μάρκον....Ευαγγέλιον...)
Γάμος λοιπόν στο μικρο χωριο στις πλαγιές του Ψηλορείτη...και όλοι οι Χωριανοι μικροι μεγάλοι είχαν ανασκουμπώση τα μανίκια τους...στο να προσφέρη ο κάθε ένας ότι μπορή....για να πετυχη ο γάμος..... Και προπαντός να περάσουν καλά πρώτα οι ξένοι....και μετά όλοι οι άλλοι............
π.χ κατα αρχη...είχαν ορίση ένα χώρο για καφενείο...που αυτός που το έκανε ήταν ερασιτέχνης καφετζής.. Και νά πώς..!
Σε ένα σπίτι στη κουζίνα είχαν πάη τεσσερα καφάσα ανακατερές γαζόζες και πορτακαλάδες με το γάιδαρο... Ένα κουτι καφε ένα δυο κιλά ζάχαρι και δυο βάζα βανιλια και είχαν ένα τέλειο καφενείο για τους καλεσμένους του γάμου.... Και διαρκούσε όσες μέρες διαρκούσε το γλέντι του γάμου..... Στο τέλος ότι περίσευε το αφήνανε στο σπιτονοικοκύρη του σπιθιού και τα κοπέλια ντου εποτρώγανε τη βανίλια.....
Το σημερινό cetering.....ήταν το τότε λεγόμενο πικιεριό.....με τον ( seff ) = πίκιερο.... Αυτός .ηταν ο γενικός διευθυντης και διαχειριστης στο ψησιμο στο σερβιρισμα όλης της τροφοδοσίας στα τραπέζια του γάμου... Ο νοικοκύρης του γάμου του εκανε ανάθεση όλη τη λάτρα του γάμου και του παρέδιδε τσι μαγατζέδες του με όλα τα υπάρχοντα του ....’οπως τον αριθμο των ατόμων των καλεσμένων.... ( τοτε ο αριθμός των καλεσμένων απο 80 εως 250 άτομα.... σήμερο 800 έως 3.500 ατομα ...
Αλήθεια που? ? Βαδίζομεν ????...άς μας βγή σε καλό...)
Ο πυκερος λοιπόν γενικο κουμάντο για όλα τα χρειαζόμενα...Τα πόσα κιλά κρέτα .... Ποιά κρασά και τσι τσικουδιές θα σερβίρουνε...πόσα σερβίτσα θα στρωσουνε... Απο τσι καρπούζες...πόσες θα χρειαστούνε....... Και τα σαλατικά και ότι άλλο μπορη να χρησιμοποιηθή στη τελετή του γάμου....τότες ακόμη δεν ειχανε ανακαλύψη την χαρτοπετσέτα και το πλαστικο πιατο ..... Όλα ήτανε υφαντά και σπιτικα τα σερβίτσα των καλών νοικοκεράδων........... Που τα ειχανε η κάθε μια καπου μαρκαρισμένα για να τα ξεναξεχωρήση στο τέλος να τα ξαναπάρη πίσω χωρις να μπερδευτούνε με καμοιάς αλληνής ...........
Αυτός επρεπε να υπολογίση ώστε να καμη το κουμαντο του να φάη όλος ο κόσμος και να ικανοποιηθουν όλοι οι καλεσμένοι όλες τσι μέρες που θα διαρκούσε το γλέντι......
Μέσα σε όλη αυτη την αναλωμή και την αναμάζωξη μπορούσε να δημιουργηθουν ( τόπος επικοινωνιάς )... καινουργοι δρομοι στη τοπικη κοινωνία.....καινουργια προξενια αγοροπωλησίες οζών.... χωράφια ...συντεκνιές.....και να μετακινηθούνε παράνομα μπιστόλια και να αλάξουνε χέρια....κλπ........
Σε μια τέτοια αναμάζωξη λοιπόν.. ένας ντελικανης ξενοχωριανός εμπεγέντησε νε μια κοπελιά ξενοχωριανη... στο γλέντι..... και ποιά ;; Θαρήτε... Την θυγατέρα του πίκιερου την ώρα που τσι φώνιαξε νε να σημώση να τσι δώση μέσα στο πικιεριό....απο το τσικάλι μιάολια βραστό .......εκουτελώσανε και του μπηκιενε στο νου ντου.....και καθ’ολη τη διάρκεια του γάμου δεν την εβγαλε απο τα μάθια ντου.....
Και γιαγέρνη στο σπίτι μετα το γάμο.. και λέη του κυρού ντου......( το... και...το....)
Έτσε και τσέε.......τάδε που είδα μια κοπελιά και είναι του τάδε ......θυγατέρα..... Μόνο να βρης ...να πέψης προξενητή είσαμε
το σαββάτο .....γρηκάς το......... γιατι είναι απο καλη οικογενεια και είναι μέσα σε πολλούς αδερφούς μεγαλωμένη... Και γατέη να στέση σπίτι....γιάε στριφογυρίζου.... Γιατι η κοπελιά είναι τσι παντρειάς.... Και θα ξανοίγουνε οπωσδήποτε.. και απ /αλλού...και φοβούμαι να μη την νε τάξουνε ποθές....(..σε..όλη τη συζητηση εγρυκανε και η ε;ρμανα και έμπαινα και αυτη στη κουβέντα και εσυμπληρωνε και αυτη το κάθε τι... Με το δικό ντζι τρόπο
Μπαίνη του κυρού ντου η εγνοια και το δούλεγε στο μυαλό ντου ..... Και το βράδυ απής εθέκανε οι γονέοι στα κοιμητόρουχα για πολύ ώρα το κουβεδιάζανε...... Και το συχνογυρίζανε........ Απ’ολες τσι μεριές......
Στο τελος αφου τα ειδαν όλα θετικά και ευλογημένα..... εβρηκανε και το προξενητή.... Ανθρωπος της εμπιστοσυνης.... Φίλος ....ομιλητικός..και κοινός και σ’τσι δυο μπάντες για να είναι και ευπρόδεκτος και εκια που θα πάνε......και να μπορη να ξεπεράση...όλες τις τυχον δυσκολίες .....που θα διμιουργηθούνε,,,,, αναμεταξύς τους...απάνω στη κουβέντα......
Το σαββάτο λοιπόν ο πατέρας του ντελικανή και ο προξενητής ..... Παν’ετοιμοι και φρεσκοξυρισμένοι και καλοντυμένοι ......ξεκινούνε για το κοντινο χωριό είχιε σκοτινιάση ολοι οι χωριανοι είχανε μαζωχτη στα σπίθια τους και αυτοι που κυκλοφορούσαν ακόμη όξω ήταν ελάχιστοι και έτσι δεν εκινούσαν καμοιά υποψίαν... Καβαλάρηδες λοιπόν φτάνουνε οι προξενητάδες στο σπίτι τσι κοπελιάς καλά νύχτα χωρίς να τσι δή κιανής και το μόνο πως εκαμανε το σταυρό ντωνε πρίν ξεκινήσουνε....
Το λοιπόν χτυπούνε τη πόρτα και των ανοίγουνε και εκεινη να την ώρα εκαθουντονε όλη η οικογένεια στο τραπέζι και εδειπνούσανε..... Καθήζουνε και αυτοί και συμώνου νε στη παρασιά να πυρωθούνε..... Και απής εποφάγανε εφυγανε όλοι και επομείνανε μόνο οι δυο ξένοι αθρώποι ο πρωτό τοκος γυιός και ο πατέρας τσι κοπελιάς. ...... Ο οποίος θεώρησε πως ήλθανε και γυρένε πράμμα χωράφια..... να παχτώσουνε (να ενοικιάσουνε )....γη ειναι ρωτηχτάδες... και θα ρωτουνε πράμμα χαημένα ζα...που θα των έχουνε κλεμμένα.... πόθες... Μπαίνη στη κουβέντα ο προξενητής και αρχιζη να επαινά την οικογένεια τό’να τ’άλλο και πέρνη απάνω ντου όλη την ευθύνη να φέρη αυτη την ώρα σε πέρας.... Αυτο το μυστήριο... Το οποιο ειναι μυστήριο να μπορέσης να ενώσης δυο ανθρώπους να ζευγαρώσουνε και να πορευτούνε στη ζωη μαζί δημιουργώντας οικογένεια αναπαράγοντας μετά απογόνους .. Απο γενιά σε γεννιά ... ( ανα τους αιώνας...... Αμήν... )
Ο πάτέρας τσι κοπελιας για να δείξη τον εύκολο εφερνε λιγο δυσκολίες .. Ταχα να το αφησουμε και να το ξανα κουβεδιάσουμε την άλλη βδομάδα.... Να το γράψη και τω κοπελιό ντου που το ένα είναι φαντάρος και το άλλο είναι στη αθήνα....
Ο προξενητης όμως αντιδρά... Κουβέντα στη κουβέντα εφτάξανε περασμένα μεσάνυχτα..... Θέλη να το τελειωση γιατι διαφορετικα αμα μεινη μπορη μεσα σε μια βδομάδα πολλά γινοντα και πολλά μεταλάσουνε ...Και μια στιγμη γυρίζη και των νε κάνη
- Εμεις κουμπάρε δεν το κουνούμε απο παε απόψε... Αν δεν το τελειώσωμε ....
- Εμείς κουμπάρε δεν θέμε μπάμμα όξω το κορμη τσι νύφης ....
- Μα ίντα λέτε εδά εκιά ... Έτσα θα το βγάλω εγώ το κοπέλι μου όξω αυτη και τα προυκιά ντου έχη καομένα .. Και το σπίτι ντου θα του κάμω και θα πάρη ότι περουσία του ανοικη στο αδερφομοιρη ντου .......
Στη νυστεριά αφου εδρομολοήθηκε το πράμμα λένε τσι μάνας που έφερνε και ετραταριζε νε συνεχεια ήτανε στη κουβέντα και εγρυκανε.... μα δεν έβγανε νε σφήνα...
Πότε πότε εγύριζενε ο άντρας τσι και τσι λεγε ...
- Εσυ ίντα λές ??
- Καλο και ευλοημένο νά’ναι... Και ότι πη ο θεός.....
-Άμε δα να ξυπνήσης τη κοπελιά...
Πάη η μάνα μέσα ξυπνά τη κοπελιά απο τα κοιμητόρουχα και λέη .... τσι βάστα παιδί μου απο του... και ελα μέσα γιατι ετουτηνα οι ξένοι αθρωποι που ήρθανε απόψε είναι προξενητάδες και ήρθανε για του λόγου σου..... Η κοπελιά εντακαρε και εκλαούριζε νε και προβέρνοντας στη πόρτα λέη ...... Κλαψουρίζοντας..
- Ιντα όξω με βγάνετε .....
Εποφαγά σας πετέρα το ψωμί ??????
- Φέρε παιδι μου να μας σε κεράσης .......
Υπιανε απο τσι νύφης τα χέρια είπανε η ώρα η καλή ευχηθηκανε εφιλησε του πατερα τσι και τσι μανας τσι τη χέρα και τη χέρα του καινούριου πατέρα (του πεθερού τζι...)
Και εδώσανε τα χερια...
Και εζησαμε εμεις καλά και αυτοι καλύτερα.............με πολλούς απογονους........... Και με μια κουλουκιά αθρώπους.......ΟΛΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ......
Μισο αιωνα πρίν ...και ακομη κάτι χρόνια....σ’ενα ορεινο χωριο του ψηλορείτη...
( γάμος εγένετο....και πλήθος κόσμου....κατ’έφθαναν για να συμετέχουν στο μέγα μυστήριον... Έτσι θα διαβάζαμε σήμερα κατα το θείον κατα Μάρκον....Ευαγγέλιον...)
Γάμος λοιπόν στο μικρο χωριο στις πλαγιές του Ψηλορείτη...και όλοι οι Χωριανοι μικροι μεγάλοι είχαν ανασκουμπώση τα μανίκια τους...στο να προσφέρη ο κάθε ένας ότι μπορή....για να πετυχη ο γάμος..... Και προπαντός να περάσουν καλά πρώτα οι ξένοι....και μετά όλοι οι άλλοι............
π.χ κατα αρχη...είχαν ορίση ένα χώρο για καφενείο...που αυτός που το έκανε ήταν ερασιτέχνης καφετζής.. Και νά πώς..!
Σε ένα σπίτι στη κουζίνα είχαν πάη τεσσερα καφάσα ανακατερές γαζόζες και πορτακαλάδες με το γάιδαρο... Ένα κουτι καφε ένα δυο κιλά ζάχαρι και δυο βάζα βανιλια και είχαν ένα τέλειο καφενείο για τους καλεσμένους του γάμου.... Και διαρκούσε όσες μέρες διαρκούσε το γλέντι του γάμου..... Στο τέλος ότι περίσευε το αφήνανε στο σπιτονοικοκύρη του σπιθιού και τα κοπέλια ντου εποτρώγανε τη βανίλια.....
Το σημερινό cetering.....ήταν το τότε λεγόμενο πικιεριό.....με τον ( seff ) = πίκιερο.... Αυτός .ηταν ο γενικός διευθυντης και διαχειριστης στο ψησιμο στο σερβιρισμα όλης της τροφοδοσίας στα τραπέζια του γάμου... Ο νοικοκύρης του γάμου του εκανε ανάθεση όλη τη λάτρα του γάμου και του παρέδιδε τσι μαγατζέδες του με όλα τα υπάρχοντα του ....’οπως τον αριθμο των ατόμων των καλεσμένων.... ( τοτε ο αριθμός των καλεσμένων απο 80 εως 250 άτομα.... σήμερο 800 έως 3.500 ατομα ...
Αλήθεια που? ? Βαδίζομεν ????...άς μας βγή σε καλό...)
Ο πυκερος λοιπόν γενικο κουμάντο για όλα τα χρειαζόμενα...Τα πόσα κιλά κρέτα .... Ποιά κρασά και τσι τσικουδιές θα σερβίρουνε...πόσα σερβίτσα θα στρωσουνε... Απο τσι καρπούζες...πόσες θα χρειαστούνε....... Και τα σαλατικά και ότι άλλο μπορη να χρησιμοποιηθή στη τελετή του γάμου....τότες ακόμη δεν ειχανε ανακαλύψη την χαρτοπετσέτα και το πλαστικο πιατο ..... Όλα ήτανε υφαντά και σπιτικα τα σερβίτσα των καλών νοικοκεράδων........... Που τα ειχανε η κάθε μια καπου μαρκαρισμένα για να τα ξεναξεχωρήση στο τέλος να τα ξαναπάρη πίσω χωρις να μπερδευτούνε με καμοιάς αλληνής ...........
Αυτός επρεπε να υπολογίση ώστε να καμη το κουμαντο του να φάη όλος ο κόσμος και να ικανοποιηθουν όλοι οι καλεσμένοι όλες τσι μέρες που θα διαρκούσε το γλέντι......
Μέσα σε όλη αυτη την αναλωμή και την αναμάζωξη μπορούσε να δημιουργηθουν ( τόπος επικοινωνιάς )... καινουργοι δρομοι στη τοπικη κοινωνία.....καινουργια προξενια αγοροπωλησίες οζών.... χωράφια ...συντεκνιές.....και να μετακινηθούνε παράνομα μπιστόλια και να αλάξουνε χέρια....κλπ........
Σε μια τέτοια αναμάζωξη λοιπόν.. ένας ντελικανης ξενοχωριανός εμπεγέντησε νε μια κοπελιά ξενοχωριανη... στο γλέντι..... και ποιά ;; Θαρήτε... Την θυγατέρα του πίκιερου την ώρα που τσι φώνιαξε νε να σημώση να τσι δώση μέσα στο πικιεριό....απο το τσικάλι μιάολια βραστό .......εκουτελώσανε και του μπηκιενε στο νου ντου.....και καθ’ολη τη διάρκεια του γάμου δεν την εβγαλε απο τα μάθια ντου.....
Και γιαγέρνη στο σπίτι μετα το γάμο.. και λέη του κυρού ντου......( το... και...το....)
Έτσε και τσέε.......τάδε που είδα μια κοπελιά και είναι του τάδε ......θυγατέρα..... Μόνο να βρης ...να πέψης προξενητή είσαμε
το σαββάτο .....γρηκάς το......... γιατι είναι απο καλη οικογενεια και είναι μέσα σε πολλούς αδερφούς μεγαλωμένη... Και γατέη να στέση σπίτι....γιάε στριφογυρίζου.... Γιατι η κοπελιά είναι τσι παντρειάς.... Και θα ξανοίγουνε οπωσδήποτε.. και απ /αλλού...και φοβούμαι να μη την νε τάξουνε ποθές....(..σε..όλη τη συζητηση εγρυκανε και η ε;ρμανα και έμπαινα και αυτη στη κουβέντα και εσυμπληρωνε και αυτη το κάθε τι... Με το δικό ντζι τρόπο
Μπαίνη του κυρού ντου η εγνοια και το δούλεγε στο μυαλό ντου ..... Και το βράδυ απής εθέκανε οι γονέοι στα κοιμητόρουχα για πολύ ώρα το κουβεδιάζανε...... Και το συχνογυρίζανε........ Απ’ολες τσι μεριές......
Στο τελος αφου τα ειδαν όλα θετικά και ευλογημένα..... εβρηκανε και το προξενητή.... Ανθρωπος της εμπιστοσυνης.... Φίλος ....ομιλητικός..και κοινός και σ’τσι δυο μπάντες για να είναι και ευπρόδεκτος και εκια που θα πάνε......και να μπορη να ξεπεράση...όλες τις τυχον δυσκολίες .....που θα διμιουργηθούνε,,,,, αναμεταξύς τους...απάνω στη κουβέντα......
Το σαββάτο λοιπόν ο πατέρας του ντελικανή και ο προξενητής ..... Παν’ετοιμοι και φρεσκοξυρισμένοι και καλοντυμένοι ......ξεκινούνε για το κοντινο χωριό είχιε σκοτινιάση ολοι οι χωριανοι είχανε μαζωχτη στα σπίθια τους και αυτοι που κυκλοφορούσαν ακόμη όξω ήταν ελάχιστοι και έτσι δεν εκινούσαν καμοιά υποψίαν... Καβαλάρηδες λοιπόν φτάνουνε οι προξενητάδες στο σπίτι τσι κοπελιάς καλά νύχτα χωρίς να τσι δή κιανής και το μόνο πως εκαμανε το σταυρό ντωνε πρίν ξεκινήσουνε....
Το λοιπόν χτυπούνε τη πόρτα και των ανοίγουνε και εκεινη να την ώρα εκαθουντονε όλη η οικογένεια στο τραπέζι και εδειπνούσανε..... Καθήζουνε και αυτοί και συμώνου νε στη παρασιά να πυρωθούνε..... Και απής εποφάγανε εφυγανε όλοι και επομείνανε μόνο οι δυο ξένοι αθρώποι ο πρωτό τοκος γυιός και ο πατέρας τσι κοπελιάς. ...... Ο οποίος θεώρησε πως ήλθανε και γυρένε πράμμα χωράφια..... να παχτώσουνε (να ενοικιάσουνε )....γη ειναι ρωτηχτάδες... και θα ρωτουνε πράμμα χαημένα ζα...που θα των έχουνε κλεμμένα.... πόθες... Μπαίνη στη κουβέντα ο προξενητής και αρχιζη να επαινά την οικογένεια τό’να τ’άλλο και πέρνη απάνω ντου όλη την ευθύνη να φέρη αυτη την ώρα σε πέρας.... Αυτο το μυστήριο... Το οποιο ειναι μυστήριο να μπορέσης να ενώσης δυο ανθρώπους να ζευγαρώσουνε και να πορευτούνε στη ζωη μαζί δημιουργώντας οικογένεια αναπαράγοντας μετά απογόνους .. Απο γενιά σε γεννιά ... ( ανα τους αιώνας...... Αμήν... )
Ο πάτέρας τσι κοπελιας για να δείξη τον εύκολο εφερνε λιγο δυσκολίες .. Ταχα να το αφησουμε και να το ξανα κουβεδιάσουμε την άλλη βδομάδα.... Να το γράψη και τω κοπελιό ντου που το ένα είναι φαντάρος και το άλλο είναι στη αθήνα....
Ο προξενητης όμως αντιδρά... Κουβέντα στη κουβέντα εφτάξανε περασμένα μεσάνυχτα..... Θέλη να το τελειωση γιατι διαφορετικα αμα μεινη μπορη μεσα σε μια βδομάδα πολλά γινοντα και πολλά μεταλάσουνε ...Και μια στιγμη γυρίζη και των νε κάνη
- Εμεις κουμπάρε δεν το κουνούμε απο παε απόψε... Αν δεν το τελειώσωμε ....
- Εμείς κουμπάρε δεν θέμε μπάμμα όξω το κορμη τσι νύφης ....
- Μα ίντα λέτε εδά εκιά ... Έτσα θα το βγάλω εγώ το κοπέλι μου όξω αυτη και τα προυκιά ντου έχη καομένα .. Και το σπίτι ντου θα του κάμω και θα πάρη ότι περουσία του ανοικη στο αδερφομοιρη ντου .......
Στη νυστεριά αφου εδρομολοήθηκε το πράμμα λένε τσι μάνας που έφερνε και ετραταριζε νε συνεχεια ήτανε στη κουβέντα και εγρυκανε.... μα δεν έβγανε νε σφήνα...
Πότε πότε εγύριζενε ο άντρας τσι και τσι λεγε ...
- Εσυ ίντα λές ??
- Καλο και ευλοημένο νά’ναι... Και ότι πη ο θεός.....
-Άμε δα να ξυπνήσης τη κοπελιά...
Πάη η μάνα μέσα ξυπνά τη κοπελιά απο τα κοιμητόρουχα και λέη .... τσι βάστα παιδί μου απο του... και ελα μέσα γιατι ετουτηνα οι ξένοι αθρωποι που ήρθανε απόψε είναι προξενητάδες και ήρθανε για του λόγου σου..... Η κοπελιά εντακαρε και εκλαούριζε νε και προβέρνοντας στη πόρτα λέη ...... Κλαψουρίζοντας..
- Ιντα όξω με βγάνετε .....
Εποφαγά σας πετέρα το ψωμί ??????
- Φέρε παιδι μου να μας σε κεράσης .......
Υπιανε απο τσι νύφης τα χέρια είπανε η ώρα η καλή ευχηθηκανε εφιλησε του πατερα τσι και τσι μανας τσι τη χέρα και τη χέρα του καινούριου πατέρα (του πεθερού τζι...)
Και εδώσανε τα χερια...
Και εζησαμε εμεις καλά και αυτοι καλύτερα.............με πολλούς απογονους........... Και με μια κουλουκιά αθρώπους.......ΟΛΟΙ ΧΡΗΣΙΜΟΙ ΣΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ......
Αναρτήθηκε από
ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΛΑΔΟΣ ΔΗΜΑΡΧΟΣ ΜΥΛΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΟ 1904 Η ( ΧΑΗΝΗΣ ) παπους του eklados & των χαηνηδων
στις
11:44 μ.μ.
0
σχόλια
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)